Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας

Η σύγκρουση είναι μια επιλογή, όχι αναγκαιότητα

Μια συνεργατική προσέγγιση θέτει σε αμφισβήτηση τις προκαταλήψεις και στις δύο πλευρές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν λίγα προηγούμενα στην εθνική τους εμπειρία για μια σχέση με μια χώρα με συγκρίσιμο μέγεθος, αυτοπεποίθηση, οικονομικά επιτεύγματα και διεθνή εμβέλεια, και όμως με τόσο διαφορετική κουλτούρα και πολιτικό σύστημα. Ούτε η ιστορία προμηθεύει την Κίνα με προηγούμενη εμπειρία για το πώς να σχετίζεται με μία συνάδελφο μεγάλη δύναμη με μόνιμη παρουσία στην Ασία, ένα όραμα παγκόσμιων ιδανικών που δεν προσανατολίζεται προς την κινεζική αντίληψη, και αρκετές συμμαχίες με τους γείτονές της. Πριν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όλες οι χώρες που έπαιρναν μια τέτοια θέση το έκαναν ως προοίμιο μιας προσπάθειας να κυριαρχήσουν την Κίνα.

Η απλούστερη στρατηγική προσέγγιση μιας μεγάλης δύναμης είναι να επιμείνει στο να συντρίψει πιθανούς αντιπάλους με ανώτερους πόρους και υλικό. Όμως, στο σύγχρονο κόσμο, αυτό μόνο σπάνια είναι εφικτό. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν αναπόφευκτα τη ζωή τους εκλαμβάνοντας η μία την άλλη ως μια διαρκή πραγματικότητα. Καμιά δεν μπορεί να εμπιστευθεί την ασφάλειά της στη άλλη - καμιά μεγάλη δύναμη δεν το κάνει, για πολύ - και η καθεμιά θα συνεχίσει να επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα, μερικές φορές εις βάρος της άλλης. Αλλά και οι δύο έχουν την ευθύνη να λάβουν υπόψη τους τούς εφιάλτες της άλλης, και οι δύο θα κάνουν καλά να αναγνωρίσουν ότι η ρητορική τους, όσο και η πραγματική πολιτική τους, μπορεί να τροφοδοτήσει τις υποψίες της άλλης πλευράς.

Ο μεγαλύτερος στρατηγικός φόβος της Κίνας είναι ότι μια εξωτερική δύναμη ή περισσότερες δυνάμεις θα δημιουργήσουν στρατιωτικές αναπτύξεις γύρω από την περιφέρεια της και θα είναι ικανές να σφετεριστούν κινεζικό έδαφος ή να αναμιχθούν στα εσωτερικά θεσμικά της όργανα. Όταν η Κίνα θεώρησε ότι αντιμετωπίζει τέτοια απειλή στο παρελθόν, ξεκίνησε πόλεμο αντί να ρισκάρει ένα αποτέλεσμα από αυτό που έβλεπε ως συγκέντρωση τάσεων - στην Κορέα το 1950, κατά της Ινδίας το 1962, κατά μήκος των βορείων συνόρων με τη Σοβιετική Ένωση το 1969 και εναντίον του Βιετνάμ το 1979.

Ο φόβος των Ηνωμένων Πολιτειών, κάποιες φορές εκφρασμένος μόνο έμμεσα, είναι να πιεστεί από ένα αποκλειστικό μπλοκ χωρών να βγει έξω από την Ασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πολέμησαν έναν παγκόσμιο πόλεμο κατά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας για να αποτρέψουν μια τέτοια έκβαση και άσκησαν μερικές από τις πιο δυναμικές ψυχροπολεμικές διπλωματικές πολιτικές από κυβερνήσεις και των δύο πολιτικών κομμάτων για το ίδιο σκοπό κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Και στις δύο επιχειρήσεις, αξίζει να σημειωθεί, υπήρξαν ουσιαστικές κοινές αμερικανο-κινεζικές προσπάθειες που στράφηκαν ενάντια στην εκλαμβανόμενη απειλή μιας ηγεμονίας.

Άλλες ασιατικές χώρες θα επιμείνουν στα προνόμιά τους για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους για τους δικούς τους εθνικούς λόγους, όχι ως τμήμα ενός ανταγωνισμού μεταξύ εξωτερικών δυνάμεων. Δεν θα οδηγήσουν πρόθυμα τον εαυτό τους σε μια καινούργια τάξη υποτελών. Επίσης, δεν θεωρούν τους εαυτούς τους ως στοιχεία μιας αμερικανικής πολιτικής περιορισμού [της Κίνας] ή ενός αμερικανικού σχεδίου αλλαγής των εγχώριων κινεζικών θεσμών. Θα επιδιώκουν καλές σχέσεις τόσο με την Κίνα όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα αντισταθούν σε κάθε πίεση για να επιλέξουν μεταξύ των δύο.

Μπορεί ο φόβος της ηγεμονίας και ο εφιάλτης της στρατιωτικής περικύκλωσης να συμβιβαστούν; Είναι δυνατόν να βρουν ένα χώρο στον οποίο και οι δύο πλευρές μπορούν να πετύχουν τους απώτερους στόχους τους, χωρίς να στρατιωτικοποιήσουν τις στρατηγικές τους; Για μεγάλα έθνη με παγκόσμιες δυνατότητες και αποκλίνουσες, έστω και εν μέρει αντιφατικές προσδοκίες, ποια είναι η διαφορά μεταξύ σύγκρουσης και παραίτησης;

Ότι η Κίνα θα έχει σημαντική επιρροή στις περιοχές γύρω από αυτήν είναι συνυφασμένο με τη γεωγραφία, τις αξίες και την ιστορία της. Τα όρια αυτής της επιρροής, όμως, θα διαμορφωθούν ανάλογα με τις περιστάσεις και τις πολιτικές αποφάσεις. Αυτές θα καθορίσουν το κατά πόσον μια αναπόφευκτη αναζήτηση επιρροής μετατρέπεται σε ένα κίνητρο να αναιρέσει ή να αποκλείσει άλλες ανεξάρτητες πηγές ισχύος.

Για σχεδόν δύο γενιές, η αμερικανική στρατηγική βασίστηκε στην τοπική περιφερειακή άμυνα από αμερικανικές δυνάμεις εδάφους - σε μεγάλο βαθμό για να αποφευχθούν οι καταστροφικές συνέπειες ενός γενικού πυρηνικού πολέμου. Τις τελευταίες δεκαετίες, το Κογκρέσο και η κοινή γνώμη έχουν πιέσει για ένα τέλος σε δεσμεύσεις όπως στο Βιετνάμ, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Τώρα, τα δημοσιονομικά ζητήματα περιορίζουν περαιτέρω το εύρος μιας τέτοιας προσέγγισης. Η αμερικανική στρατηγική ανακατευθύνεται από την υπεράσπιση εδάφους στην απειλή σοβαρότατης τιμωρίας έναντι πιθανών επιτιθεμένων. Αυτό απαιτεί δυνάμεις ικανές για ταχεία επέμβαση και παγκόσμια εμβέλεια, αλλά δεν υποστηρίζει την περικύκλωση των συνόρων της Κίνας. Αυτό που η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να κάνει είναι να συνδυάσει μια αμυντική πολιτική που υποκύπτει σε δημοσιονομικούς περιορισμούς με διπλωματία που βασίζεται σε απεριόριστους ιδεολογικούς στόχους.

Ακριβώς όπως η κινεζική επιρροή στις γειτονικές χώρες θα μπορούσε να πυροδοτήσει φόβους κυριαρχίας, έτσι ώστε οι προσπάθειες να επιτευχθούν τα παραδοσιακά αμερικανικά εθνικά συμφέροντα μπορεί να θεωρηθούν ως μια μορφή στρατιωτικής περικύκλωσης. Και οι δύο πλευρές πρέπει να κατανοήσουν τις αποχρώσεις με τις οποίες οι παραδοσιακές και προφανώς λογικές επιδιώξεις μπορούν να ξυπνήσουν τις βαθύτερες ανησυχίες του άλλου. Θα πρέπει να επιδιώξουν από κοινού να καθορίσουν το πεδίο στο οποίο οριοθετείται ο ειρηνικός ανταγωνισμός. Εάν αυτό το διαχειριστούν με σύνεση, τόσο η στρατιωτική αντιπαράθεση όσο και η επικυριαρχία μπορούν να αποφευχθούν. Αν όχι, η κλιμάκωση της έντασης θα είναι αναπόφευκτη. Είναι δουλειά της διπλωματίας να ανακαλύψει αυτόν τον χώρο, να τον αναπτύξει εάν είναι δυνατόν και να αποτρέψει την σχέση μεταξύ των δύο δυνάμεων από το να κατακλύζεται από τακτικές και εγχώριες αναγκαιότητες.

ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ Ή ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ