Τι πραγματικά συνέβη στο Βιετνάμ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι πραγματικά συνέβη στο Βιετνάμ

Οι Βόρειοι, οι Νότιοι και η αμερικανική ήττα

Το βιβλίο, ωστόσο, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς τη βασική κατευθυντήρια γραμμή του Ανόι. Οι ηγέτες του Βορείου Βιετνάμ, όσο κι αν είχαν διαφωνίες ως προς τη στρατηγική ή την τακτική, είχαν απολύτως ενιαία αντιμετώπιση όσον αφορά τη δέσμευσή τους για επανένωση της χώρας υπό τον έλεγχό τους, με οποιοδήποτε τίμημα. Κατά συνέπεια, παρότι η Νγκουγιέν δεν κάνει εκτενή αναφορά στην αμερικανική και νοτιοβιετναμική πολιτική των αρχών της δεκαετίας του ’60, η αφήγησή της δεν αφήνει πολλά περιθώρια να πιστέψουμε ότι οι στρατηγιστές της Ουάσιγκτον βρήκαν οποιαδήποτε «ρωγμή» στο Ανόι, όσο κι αν προσπάθησαν.

Ο «Πόλεμος του Ανόι» συμβάλλει τα μέγιστα στην κατανόηση -από πλευράς των ιστορικών- του σχεδιασμού και της εκτέλεσης της επίθεσης του Τετ. Η Νγκουγιέν παρακολουθεί τη διαδικασία με την οποία ο Λε Ντουάν κατέληξε να διατάξει τη μαζική και συντονισμένη επίθεση στις πόλεις του Νοτίου Βιετνάμ, μέσω της οποίας σκόπευε να καταγάγει συντριπτικό πλήγμα κατά του στρατού της Δημοκρατίας του Βιετνάμ και να ξεσηκώσει τον λαό, ωθώντας τον σε ανατροπή της κυβέρνησης Θιέου, με έδρα τη Σαϊγκόν. Η συγγραφέας παρουσιάζει το πώς ο Λε Ντουάν χρειάστηκε να κάμψει τις σφοδρές αντιρρήσεις του Γκιαπ, ο οποίος πίστευε ότι οι επαναστατικές δυνάμεις δεν ήταν ακόμη έτοιμες να εξαπολύσουν μια επίθεση τόσο μεγάλης κλίμακας. (Όταν ο Γκιαπ συνειδητοποίησε ότι η γνώμη του δεν θα εισακουστεί, αυτοεξορίστηκε στην Ουγγαρία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας).

Αλλά και ο Χο είχε ταχθεί εναντίον μιας μεγάλης εφόδου σε αστικές περιοχές καθώς επίσης και οι Κινέζοι, οι οποίοι έβλεπαν σε μια επιχείρηση τέτοιας τάξης μεγέθους την αποκήρυξη της στρατηγικής του Μάο, που προέβλεπε παρατεταμένη και μικρής κλίμακας σύρραξη. Οι Κινέζοι φοβούνταν, εξάλλου, και την ενίσχυση της εξάρτησης του Βορείου Βιετνάμ από τη σοβιετική βοήθεια και τα σοβιετικά όπλα, πράγμα που βεβαίως θα υπέσκαπτε τη δική τους επιρροή στο Ανόι. Η στρατηγικός ελιγμός του Λε Ντουάν για μια αποφασιστική νίκη απέτυχε. Ο λαός δεν εξεγέρθηκε και η κυβέρνηση της Σαϊγκόν επιβίωσε ενώ οι δικές του δυνάμεις υπέστησαν τεράστιες απώλειες στο πεδίο της μάχης. Εντούτοις, ο ίδιος διατηρήθηκε στην εξουσία. Και απέναντι στους σκεπτικιστές συναδέλφους του, που εμφανίζονταν αναστατωμένοι από τη στρατιωτική ήττα, ο Λε Ντουάν μπορούσε να αντιτάξει ότι πέτυχε ένα σημαντικό πολιτικό αποτέλεσμα: η επίθεση στο Τετ έστρεψε την αμερικανική κοινή γνώμη κατά του πολέμου και στέρησε την εξουσία από τον Τζόνσον.

Οι περισσότεροι ιστορικοί θα συμφωνούσαν με τον Λε Ντουάν ότι η επίθεση στο Τετ υπήρξε μεγάλη πολιτική ήττα για τις ΗΠΑ. Εκ των υστέρων, δυσκολεύεται κανείς να τη χαρακτηρίσει διαφορετικά. Όπως, ωστόσο, ευφυώς επισημαίνει η Νγκουγιέν, το Τετ δεν λειτούργησε ως αποφασιστική καμπή της αμερικανικής πολιτικής στον βαθμό που θα αναμενόταν, επειδή η επελθούσα κυβέρνηση Νίξον ανέτρεψε τις προσπάθειες που ο Τζόνσον κατέβαλε το 1968 να περισταλεί η κλιμάκωση της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο. Γράφει χαρακτηριστικά: «Όπως ο Λε Ντουάν και ο Λε Ντουκ Θο», έτσι και ο Νίξον με τον σύμβουλό του επί θεμάτων ασφαλείας Χένρι Κίσινγκερ, «είχαν την πεποίθηση ότι θα επετύγχαναν εκεί που οι προκάτοχοί τους είχαν αποτύχει». Η συγγραφέας εκθέτει λεπτομερώς το πώς οι δύο άνδρες έθεσαν σε εφαρμογή μια στρατηγική τριών σημείων για να ξανακερδίσουν τη στρατιωτική, διπλωματική και εσωτερική πρωτοβουλία στο Βιετνάμ.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΝΙΚΗ

Η Νγκουγιέν κάνει εξίσου διεισδυτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη χάραξη στρατηγικής από πλευράς του Βορείου Βιετνάμ το 1972, φωτίζοντας τη μέθοδο με την οποία ο Νίξον πραγματοποίησε άνοιγμα προς την Κίνα και επεδίωξε την εκτόνωση της έντασης στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Και οι δύο αυτές κινήσεις προκάλεσαν αμηχανία στην ηγεσία του Ανόι. Αυτές οι επιλογές των ΗΠΑ ώθησαν τους Βορειοβιετναμέζους να επιχειρήσουν τη φιλόδοξη, αλλά μόνο μερικώς επιτυχημένη «επίθεση του Πάσχα». Το Ανόι κέρδισε μεν κάποια εδάφη, έστω και λίγα, αλλά δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τον Θιέου ούτε μετέβαλε τη συνολική στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων.

Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν το 1968 και εν τέλει κατέληξαν στις ειρηνευτικές συμφωνίες του Παρισιού τον Ιανουάριο του 1973, η Νγκουγιέν αποσαφηνίζει διεξοδικά τους διαπραγματευτικούς ελιγμούς των Βορείων. Η συγγραφέας καταδεικνύει το πώς οι πικρές αναμνήσεις από τη Διάσκεψη της Γενεύης το 1954 που σφράγισαν τη λήξη του Α΄ Πολέμου της Ινδοκίνας και δίχασαν το Βιετνάμ, άσκησαν ισχυρή επίδραση στον Λε Ντουάν και τους συναδέλφους του. Το 1954, η κυβέρνηση του Χο ενέδωσε σε πιέσεις που της ασκήθηκαν από το Πεκίνο και τη Μόσχα, προκειμένου ν’ αποδεχθεί μια συμφωνία που καταστρατηγούσε την ενδεδειγμένη ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων. Το 1972, οι διαπραγματευτές από το Ανόι ήταν αποφασισμένοι ν’ αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη και να καθορίσουν οι ίδιοι την ακολουθητέα πολιτική. (Η Νγκουγιέν θα έπρεπε να υπογραμμίσει ότι οι αναμνήσεις τους ήταν επιλεκτικές: στις αρχές του 1954, ο Χο και ο Γκιαπ είχαν τους λόγους τους να θέλουν τον συμβιβασμό. Ο στρατός τους ήταν ρημαγμένος και εξαντλημένος. Τους ανησυχούσε, επίσης, η πιθανότητα αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης, σε περίπτωση κατάρρευσης των συνομιλιών). Οι Βορειοβιετναμέζοι είχαν μόνο μερικώς επιτύχει να διατηρήσουν την αυτονομία τους, καθώς τόσο οι Κινέζοι όσο και οι Σοβιετικοί τούς πίεζαν και πάλι κατ’ ιδίαν να «τα βρουν» με την Ουάσιγκτον.