Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας

Τι έπρεπε να είχε γίνει, τι πρέπει να γίνει για την ανάκαμψη

Η τρέχουσα κρίση, όμως, δημιούργησε νέους προβληματισμούς γιατί τα δεδομένα της δεν ήταν δυνατόν να περιορισθούν στην λογική του «επιχειρηματικού κύκλου», είτε αυτός εκλαμβάνεται ως ασταθής (κεϋνσιανισμός και νεομεταπλάσεις του, «νομισματισμός»), είτε ως η άριστη δυνατή διακύμανση της οικονομίας υπό τις υπάρχουσες συνθήκες (rational expectations theory, real business cycle theory). Κάτι που έγινε εμφανές και άρχισε να συνειδητοποιείται βαθύτερα, είναι ότι «κρίση» δεν σημαίνει πως υπάρχουν μόνο προσωρινές ή μεταβατικές επιπτώσεις στην οικονομία, όπως είναι, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η δραστηριότητα ενός κλάδου συρρικνώνεται στην διάρκεια της «κάμψης» αλλά στην συνέχεια με την νέα «άνθηση» αυτός επανέρχεται σε ένα παραπλήσιο με το προηγούμενο επίπεδο δραστηριότητας, με την απασχόληση να αυξομειώνεται αναλόγως. Υπάρχουν επίσης, και είναι πολύ πιο σοβαρές, επιπτώσεις στην οικονομία οι οποίες είναι μόνιμες και έχουν μακροχρόνιο χαρακτήρα.

Ένας κλάδος, για παράδειγμα, που είχε διογκωθεί σημαντικά στην διάρκεια της περιόδου, εισέρχεται σε μία φάση συρρικνώσεως η οποία αποδεικνύεται ότι θα είναι οριστική και αμετάκλητη. Το εργατικό δυναμικό που απασχολείτο σε αυτόν, και είχε προσαρμόσει τις επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητές του στις ανάγκες του, δεν φαίνεται να έχει ελπίδες πως θα βρει και πάλι απασχόληση σε συναφείς επιχειρήσεις στο ορατό μέλλον. Η μετάβαση, όμως, σε έναν νέο τομέα οικονομικής δραστηριότητας για όλο το πλεονάζον, εξ αιτίας της κρίσης, δυναμικό του κλάδου, είναι μία διαδικασία δύσκολη, επισφαλής και χρονοβόρα. Και μία οικονομική κάμψη που συντίθεται από προβλήματα τέτοιου τύπου, δηλαδή από την αποκάλυψη ότι ολόκληροι οικονομικοί κλάδοι δεν είναι πλέον βιώσιμοι και καταρρέουν, χωρίς κανείς να μπορεί να τους διασώσει, είναι μία κάμψη τελείως διαφορετική από εκείνη που περιγράφει ο Κέυνς στην «Γενική Θεωρία» όπου το πρόβλημα προέρχεται από την -προσωρινή- μείωση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου και μπορεί να αντιμετωπισθεί με ελαφριά αναδιάταξη των εισοδηματικών ροών, (δηλαδή με αξιοποίηση του φαινομένου του «πολλαπλασιαστή»).

Αντίθετα προς αυτήν την κεϋνσιανού τύπου κρίση, η κρίση με τα κλαδικά-διαρθρωτικά προβλήματα δείχνει να έχει άλλες χρονικές διαστάσεις (μακρύτερη διάρκεια επώασης αλλά και εξόδου), άλλο μέγεθος προβλημάτων (σοβαρή «διαρθρωτική» ανεργία και οριστική απαξίωση επενδεδυμένου κεφαλαίου) και άλλες γενεσιουργές αιτίες (κάμψη του εισοδήματος όχι λόγω υψηλών επιτοκίων αλλά, αντίθετα, λόγω πολλαπλών μη-βιώσιμων επενδύσεων (malinvestments) στις οποίες ώθησε μια περίοδος χαμηλών επιτοκίων και εξαιρετικά χαλαρής πιστωτικής πολιτικής). Σύμφωνα, δε, με όλες τις ενδείξεις, αυτή η δεύτερου είδους κρίση μη-κεϋνσιανού χαρακτήρα εμφανίζεται ως συνέπεια μακροχρόνιας πιστωτικής επέκτασης και ανάληψης μεγάλων χρεωστικών βαρών («μόχλευσης») από τους φορείς της οικονομίας.

Το βιβλίο των Reinhart-Rogoff αποτελεί μία προσπάθεια εμπειρικής καταγραφής σε διαχρονικό επίπεδο της διαμόρφωσης και των επιπτώσεων των κρίσεων χρέους. Το κείμενο εκείνο, όμως, που ο κάθε ένας ο οποίος επιθυμεί να κατανοήσει τι ακριβώς προκάλεσε την τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση, (αλλά επίσης και τον χαρακτήρα της δυσπραγίας που μαστίζει την χώρα μας), πρέπει να μελετήσει είναι το δοκίμιο του Claudio Borio, «The financial cycle and macroeconomics: what we have learnt?»[5]. Κείμενο το οποίο, κατ’ αρχήν, ξαναθυμίζει το ξεχασμένο θεωρητικό ρεύμα που είχε στο κέντρο της μελέτης του τον «χρηματοπιστωτικο κύκλο» της οικονομίας, και απωθήθηκε στο περιθώριο της θεωρητικής συζήτησης εξ αιτίας της ανόδου του κεϋνσιανισμού αλλά και του ενδιαφέροντος που συγκέντρωσε η θυελλώδης, ενίοτε, σύγκρουσή του με τους υποτιθέμενους ή πραγματικούς αντιπάλους του. Η συνειδητοποίηση και διαπίστωση της σημασίας του «χρηματοπιστωτικού κύκλου» για την μακροοικονομική σταθερότητα δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η κεϋνσιανή θεωρία διαψεύδεται, απορρίπτεται και στέλνεται στον κάλαθο των αχρήστων. Το αντικείμενό της, ο «επιχειρηματικός κύκλος», είναι μια εμπειρική πραγματικότητα, την ύπαρξη της οποίας δεν αρνείται ένα (σχεδόν) πλειοψηφικό ρεύμα της οικονομολογικής κοινότητας, όπως επίσης δεν αρνείται ούτε και την κεϋνσιανή μέθοδο ανάλυσης και προσέγγισής του. Όμως, η συνειδητοποίηση ότι όλες οι κρίσεις δεν είναι κεϋνσιανές, (όπως και ότι όλα τα όνειρα δεν είναι φροϋδικά), μπορεί να κάνει επιτρεπτή την καταύγαση φαινομένων που όσο κάποιος προσπαθεί να τα αναλύσει με βάση την κεϋνσιανή ορθοδοξία παραμένουν μάλλον σκοτεινά και ανεξήγητα. Έτσι, μπορεί να αντιληφθεί κανείς και πόσο προκρούστεια είναι στην πραγματικότητα η προσπάθεια επιφανών κεϋνσιανών οικονομολόγων σήμερα όταν, στηριζόμενοι σε ορισμένες σωστές κεϋνσιανές διαπιστώσεις για επί μέρους περιπτώσεις, (όπως, για παράδειγμα, η καταστροφική πολιτική δημοσιονομικής αυστηρότητας που ακολουθεί στην Μεγάλη Βρετανία η κυβέρνηση των Συντηρητικών), και γενικεύοντας άκριτα, επεκτείνονται και σε άλλες περιπτώσεις τελείως διαφορετικές στην ουσία τους, όπως η κρίση στον νότο της ευρωζώνης και επιμένουν, χρησιμοποιώντας τα ίδια αναλυτικά εργαλεία για τελείως διαφορετικές συνθήκες, να καταλήγουν σε απολύτως εσφαλμένες προτάσεις και άτοπες διαπιστώσεις που επιτείνουν την ήδη υπάρχουσα θεωρητική σύγχυση και ουσιαστικά υποδαυλίζουν την κρίση αντί να την καταστέλλουν.