«ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 2020»: ΑΞΟΝΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ «ΗΠΙΑΣ ΙΣΧΥΟΣ» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

«ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 2020»: ΑΞΟΝΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ «ΗΠΙΑΣ ΙΣΧΥΟΣ»

Επιπλέον, οφείλει να αλλάξει η πρόσληψη της έννοιας της «χαμηλής πολιτικής» (και, πιθανώς, να αντικατασταθεί ως όρος), όπως αυτή παρουσιάζεται και στα πρόσφατα σχέδια μεταρρύθμισης της δομής του Υπουργείου Εξωτερικών. Από ένα επικουρικό, τριτεύουσας σημασίας στοιχείο πρέπει να αναδειχθεί σε ένα σημαντικό εργαλείο, το οποίο θα πρέπει να ελέγχεται στη βάση ενός ενιαίου στρατηγικού οικονομικού-πολιτικού σχεδιασμού και, προκειμένου να είναι αποτελεσματικό, να υπάγεται σε μια επιτελική Υπηρεσία Δημόσιας Διπλωματίας.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι πρέπει να υπάρξει μια λεπτή ισορροπία: αφενός οι διπλωματικές και προξενικές Aρχές δεν μπορούν να διαχειρίζονται εθνικούς πόρους σε επί μέρους ενέργειες/δραστηριότητες που δεν είναι ευθυγραμμισμένες με τον στρατηγικό σχεδιασμό και άρα οικονομικά επιζήμιες, και, για ευνόητους λόγους, ο οικονομικός έλεγχος όσον αφορά τέτοιες δράσεις «χαμηλής πολιτικής» πρέπει να είναι σημαντικός. Αφετέρου, όπως έχει διαπιστωθεί, οι τοπικές διπλωματικές αρχές οφείλουν να διαθέτουν ένα ποσοστό διακριτικής ευχέρειας, όχι σε στρατηγικό, αλλά σε τακτικό επίπεδο, για να προσαρμόζουν τις στρατηγικές δημόσιας διπλωματίας στη χώρα που οι κατά τόπους αρχές από πείρας γνωρίζουν περισσότερο –κάτι που θα ονομάζαμε «εντοπικότητα» της δημόσιας διπλωματίας (localized diplomacy, δες Kiehl, 2009).

Γ. ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ

Τέλος, προτείνεται ο στρατηγικός σχεδιασμός της Εξωτερικής Πολιτικής στο επίπεδο της «πολυμερούς διπλωματίας», πιθανώς υπό μια ενισχυμένη ποιοτικά Γενική Διεύθυνση Πολυμερούς Διπλωματίας (ΕΕ & Διεθνείς Οργανισμοί). Αποτελεί γενική ομολογία ότι η Ελληνική διπλωματία οφείλει να συντονίζει κεντρικά και να καθιστά αποτελεσματικότερη την πολιτική της δράση μέσα από θεσμοθετημένους διεθνείς οργανισμούς και φόρα, αλλά και να είναι ακόμα περισσότερο ενεργή στο να συνάπτει νέες επωφελείς διμερείς συνεργασίες σε πολυμερές επίπεδο.

Είναι αναγκαία μια αλλαγή μοντέλου στην εμπλοκή της Ελληνικής διπλωματίας σε ζητήματα παγκόσμιας εμβέλειας (παγκόσμιες προκλήσεις), αλλά και στον τρόπο υπεράσπισης Ελληνικών εθνικών θέσεων και εθνικών θέσεων τρίτων χωρών. Οι δυνατότητες που δίνει η πολυμερής διπλωματία σε επίπεδο διασκέψεων και λειτουργίας διεθνών και περιφερειακών οργανισμών οφείλουν να τύχουν μιας σύγχρονης αντιμετώπισης, σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση αλλά και χειραφέτηση του ανθρώπινου δυναμικού της Ελληνικής διπλωματίας. Αυτό μπορεί να γίνει σε επίπεδο άσκησης πιέσεων (lobbying), άτυπων και θεσμοθετημένων διαδικασιών διαβουλεύσεων (caucusing), διπλωματικών συμβιβασμών και ανταλλαγμάτων σε πολυμερείς διαπραγματεύσεις (trade-off).

Είναι πολύ σημαντικός ο εξορθολογισμός στον στρατηγικό σχεδιασμό συμμετοχής (και στην επιλογή και ιεράρχηση συμμετοχών με υψηλού επιπέδου εκπροσώπηση) σε διεθνείς διασκέψεις και διαδικασίες, στην αποστολή εξειδικευμένων αξιωματούχων, οι οποίοι θα συμμετέχουν με προετοιμασμένη Ελληνική ατζέντα. Ένα σημαντικό μέρος της πολυμερούς διπλωματίας είναι η συστηματοποίηση και ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων της πολυμερούς διπλωματίας στο στάδιο του ελέγχου και της αξιολόγησης. Ενώ, τέλος, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στον εξορθολογισμό διαδικασιών διεκδίκησης υποψηφιοτήτων είτε θέσεων σε διεθνείς οργανισμούς, είτε ανάληψης οργάνωσης διασκέψεων, προεδριών και fora, ώστε να επιτελούν στο γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό της Ελληνικής διπλωματίας και να μην αποβαίνουν επιζήμιες ή πενιχρές στα αποτελέσματά τους.

Τέλος, η προώθηση των «πάγιων ελληνικών θέσεων» και απαιτήσεων ως αυτοσκοπός είναι μια παρωχημένη προσέγγιση της Ελληνικής πολυμερούς διπλωματίας. Η Ελληνική διπλωματία μπορεί να επιτύχει σοβαρά οφέλη στα πάγια αυτά ζητήματα εάν τα δει υπό τη πρίσμα της ταυτόχρονης ενδελεχούς υπεράσπισης αντίστοιχων πάγιων θέσεων τρίτων χωρών (και ενδελεχούς εξειδίκευσης πάνω σε αυτές). Κατ’ αυτήν την έννοια, επιτυχίες σε εθνικά κρίσιμα ζητήματα μπορούν να προκύψουν πιο εύκολα ως επιστέγασμα «συνεργασιών και συνεργιών εμπιστοσύνης» στο επίπεδο της Διεθνούς Οργάνωσης, π.χ. στο πλαίσιο του Συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, ή στα διακυβερνητικά Κοινοτικά Όργανα.

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ & ΗΠΙΑ ΙΣΧΥΣ

Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε δυο πράγματα σχετικά με τα εργαλεία ήπιας ισχύος. Αφενός ότι η χρήση της ήπιας ισχύος μέσα από δράσεις των τριών εστιάσεων της Διπλωματίας δεν συνεπάγεται αλόγιστη διαχείριση και επιζήμιο επιμερισμό πόρων μέσα από προγράμματα στρατηγικής επικοινωνίας ή πολιτιστικών προγραμμάτων. Αντιθέτως, προϋποτίθεται κεντρική διαχείριση και προγραμματισμός επιμερισμού πόρων που θα ευθυγραμμίζεται με τον επιτελικό στρατηγικό σχεδιασμό. Με αυτόν τον τρόπο είναι προς το συμφέρον της Ελληνικής διπλωματίας, οι στοχεύσεις να μην περιλαμβάνουν καμπάνιες, ταξίδια κορυφής και προγράμματα ανταλλαγών εάν δεν υπάρχει σχηματική ποσοτικοποίηση οφελημάτων μέσω μιας ανάλυσης κόστους-οφέλους της κάθε ενέργειας ξεχωριστά.

Αφετέρου, όπως αναφέρει σε πρόσφατο άρθρο του ο J. Nye σχετικά με την ήπια ισχύ της Κίνας & της Ρωσίας, «είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση είναι το κύριο όργανο ήπιας διπλωματίας» και δεύτερον ότι «η ανάπτυξη της ήπιας διπλωματίας δεν πρέπει να είναι ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος» [10]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική οφείλει να εμπλέξει θεσμικά στον στρατηγικό σχεδιασμό των προταθέντων προτεραιοτήτων της μια σειρά από ενδιαφερόμενα μέρη, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «ακαδημαϊκή διπλωματία» με χώρες ενδιαφέροντος.

Γεωγραφικές προτεραιότητες της «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2020»