Η γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου

Η σημερινή συγκυρία και οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού

Η Τουρκία ενεργοποίησε πλέον την αναθεωρητική της πολιτική έναντι της Λωζάνης στην Κύπρο, μετατρέποντας το Κυπριακό Πρόβλημα σε ελληνοτουρκική διαφορά και υπογραμμίζοντας διά του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Ζορλού πως εάν η Κύπρος χειραφετηθεί από την βρετανική κυριαρχία, θα πρέπει να επιστραφεί στην Τουρκία ως διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή να διχοτομηθεί μεταξύ τουρκικού βορρά και ελληνικού νότου. Αυτό δε το ζήτημα της διχοτόμησης ήταν η επίσημη τουρκική γραμμή στην διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και όχι μόνο, συνεχίστηκε δε στην δεκαετία του 1960 και 1970 μέχρι και την τουρκική εισβολή του 1974.

Παράλληλα, η δημοσιοποίηση του Σχεδίου Νιχάτ Ερίμ για την τουρκική οπτική σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού, δίνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διάσταση στις μετέπειτα διεκδικήσεις της Τουρκίας έναντι της Κύπρου. Ο Τούρκος συνταγματολόγος Ερίμ, ο οποίος εκπόνησε το 1956 – 1959 σε διαδοχικές συνέχειες το Σχέδιο Αττίλας για την Κύπρο, που αποτελούσε και την επίσημη τουρκική θέση από τότε μέχρι και σήμερα, υποστήριζε πως η Κύπρος δεν έχει ελληνική πλειοψηφία, διότι ο χώρος της Κύπρου είναι ενταγμένος στην τουρκική ενδοχώρα, αφού το νησί αποτελεί προέκταση του υφάλου της Ανατολίας και ως τέτοιο οι τετρακόσιες περίπου χιλιάδες Έλληνες που ήσαν την δεκαετία του 1950 στην Κύπρο, είναι μια απλή μειοψηφία στα σαράντα εκατομμύρια των Τούρκων που ζουν στην ηπειρωτική Τουρκία και επομένως οι Έλληνες είναι μια μειονότητα που δικαιούται αντίστοιχης μειονοτικής προστασίας.

Επομένως, κλείνοντας το εισαγωγικό κομμάτι που αφορά στο ιστορικό πλαίσιο και την γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η Κύπρος επεβίωσε ως κρατικό μόρφωμα και ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, ακριβώς γιατί η γεωπολιτική της υπεραξία -εξαιτίας της οποίας απώλεσε την ικανότητά της να γίνει ανεξάρτητη χώρα, η προσαρμογή την οποία υπέστη στην διάρκεια των δεκαετιών που πέρασαν, ο έλεγχος της Κύπρου από τον δυτικό παράγοντα, καθώς και η ικανότητά της να εξισορροπεί την επιβίωση του κράτους με τα δυτικά συμφέροντα- της επέτρεψε να αντέξει στον χρόνο, να διατηρεί την διεθνή της υπόσταση ως υποκειμένου διεθνούς δικαίου και να διεκδικεί την αποκατάσταση στοιχειωδώς της ανεξαρτησίας της μέσα από την οικοδόμηση ενός κράτους που να ασκεί κυριαρχία εφ’ όλης της νήσου. Το τελευταίο προσκρούει στα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα της Άγκυρας, τα οποία υπαγορεύουν ήδη, όπως είδαμε, από την δεκαετία του 1950, την στρατηγική ελέγχου της Κύπρου από την Τουρκία.

Ο κίνδυνος που υπάρχει, που θα δούμε στην συνέχεια, δεν είναι η απώλεια της γεωπολιτικής υπεραξίας της Κύπρου, η οποία βαίνει αυξανόμενη με την κρίση, η οποία παγκοσμιοποιείται, στην Μέση Ανατολή, με την ταυτόχρονη απειλή στην υπόσταση του κράτους του Ισραήλ, αλλά κυρίως ο κίνδυνος εκδηλώνεται από την δεδηλωμένη θέση της Άγκυρας να επιβάλει διά της επίλυσης του Κυπριακού, η οποία βρίσκεται επί θύραις και μέσω της εγκαθίδρυσης μιας απόκλισης από τα διεθνή ειωθότα, μοναδικής για τα παγκόσμια δεδομένα ομοσπονδιακής δομής διζωνικού δικοινοτικού χαρακτήρα, όπως αποκαλείται, και να αποκτήσει την δυνατότητα ελέγχου του χώρου και μετατροπής της Κύπρου σε προτεκτοράτο της.

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Η γεωπολιτική έχει σημασία σε ό,τι αφορά στην Κύπρο, εφόσον η Κύπρος είναι σε θέση να αξιοποιεί την θέση της ασκώντας πολιτικές υπέρ των συμφερόντων της ιδίας και του λαού της. Η Κύπρος ιδρύθηκε ως κράτος από το 1960 και έπειτα, με δομές εξουσίας και αρμοδιοτήτων μοναδικές στην ιστορία των κρατών ως προς την συγκυριαρχία τρίτων χωρών, τόσο στην γένεση και στην διαδικασία ίδρυσης, αλλά και στην πορεία του κράτους μέσα στον χρόνο, όπως και στην εσωτερική του συνταγματική τάξη, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το μοντέρνο κράτος της Ευρώπης και της Δύσης, όπου η δημοκρατική αρχή και το κράτος δικαίου κυριαρχούν.

Στην περίπτωση της Κύπρου η δημοκρατία ασκείται από τις κοινότητες στο εσωτερικό τους πλαίσιο χωριστά, ενώ ο λαός δεν υφίσταται ως συνταγματικό γνώρισμα και θεσμός, και δεν ασκεί σε κανένα επίπεδο το σύνολο του λαού κυριαρχία. Εκείνοι που ασκούν την εξουσία είναι οι κοινότητες και η εκπροσώπηση των κοινοτήτων σε μια μορφή κρατικής εσωτερικής οργάνωσης που δεν ταιριάζει καθόλου στο μοντέρνο κράτος, αφού οι εκπροσωπήσεις των κοινοτήτων ασκούνται ισότιμα σχεδόν ανεξαρτήτως της πληθυσμιακής τους σύνθεσης, σε διάφορα επίπεδα δόμησης του κράτους.

Έτσι, όπως γνωρίζουμε, αφενός μεν ο κυρίαρχος λαός δεν υφίσταται στις διάφορες εκφάνσεις και εκφράσεις της πολιτικής της χώρας, ο πρόεδρος εκλέγεται αναγκαστικά από τους Έλληνες και ο αντιπρόεδρος από τους Τούρκους, το υπουργικό συμβούλιο συντίθεται από Τούρκους και Έλληνες, οι οποίοι διορίζονται αντιστοίχως από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο και ενώ ο πρόεδρος έχει την αρμοδιότητα εκπροσώπησης του κράτους, ο αντιπρόεδρος μπορεί να ασκεί βέτο σε διάφορες πρωτοβουλίες και πολιτικές που αναπτύσσει διεθνώς. Ταυτόχρονα, η Κυπριακή Βουλή, που αποτελείται πλειοψηφικά από Έλληνες βουλευτές μπορεί να μπλοκαριστεί από την τουρκική μειοψηφία, εφόσον διαφωνήσει σε μεγάλης σπουδαιότητας νομοσχέδια, όπως ο προϋπολογισμός. Σε κάθε περίπτωση το ρατσιστικό στοιχείο που εκδηλώνεται εν προκειμένω είναι ότι δεν έχουμε πολιτικό λαό στην Κύπρο, που σημαίνει ότι δεν έχουμε κοινωνία πολιτών, η οποία να αποτελείται από πολίτες που υπερασπίζονται το κράτος τους και τα συμφέροντα του συνόλου και οι οποίοι δεν διακρίνονται από θρησκεία ή την εθνική τους καταγωγή. Οι φραγμοί που ετέθησαν στις εκλογικές διαδικασίες και η ανάδειξη του κοινοτικού στοιχείου ως θεσμού άσκησης δημοκρατικής λειτουργίας του λαού, εμπόδισε και εμποδίζει την κοινωνική και πολιτική ενσωμάτωση του συνόλου σε ένα λαϊκό σχήμα που να υπερβαίνει τις κοινότητες και να αναπτύσσει την έννοια του κυπριακού λαού ως πολιτικού λαού.