Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται

Ο ιμπεριαλισμός τότε και τώρα

Αυτή η ευτυχής εικόνα του ιμπεριαλισμού δεν έπεισε τους πάντες. Η άνοδος του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος ιδίως, έθεσε τις βάσεις για μια αποφασιστική στροφή στον τρόπο που ο ιμπεριαλισμός ήταν κατανοητός και χρησιμοποιείτο στον ευρύτερο πολιτικό λόγο. Καθώς οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής ορμούσαν σε ό, τι θα γίνει γνωστό ως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ηγέτης των Μπολσεβίκων, Βλαντιμίρ Λένιν, έγραψε ένα σύντομο, εκρηκτικό φυλλάδιο που εξέθετε την προέλευση, την πορεία και την κατ’ ουσίαν αντιδημοκρατική, εκμεταλλευτική φύση του ιμπεριαλισμού. Βασιζόμενο στο έργο άλλων συγγραφέων όπως ο Βρετανός φιλελεύθερος John Hobson και ο Αυστριακός μαρξιστής Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, ο Λένιν επέμενε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν απλά ένα λανθασμένο σύνολο πολιτικών με αξιοθρήνητες συνέπειες για τον άνθρωπο, αλλά ένα ολοκληρωμένο οικονομικό και πολιτικό σύστημα σε παγκόσμια κλίμακα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο.

Αυτό που έκανε το επιχείρημα του Λένιν πειστικό ήταν το γεγονός ότι, παρά τις προσπάθειες να παρουσιαστεί η επιχείρηση ως εκπολιτιστική και αμοιβαία επωφελής, η πραγματικότητα της ζωής για την πλειονότητα των αποικισμένων πληθυσμών παρέμεινε ένα καυστικό και αδιάψευστο κατηγορητήριο [κατά] του ιμπεριαλισμού. Επιπλέον, παρά την ρητορική δέσμευσή τους για το «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση», οι νικητές του πολέμου που τελείωνε όλους τους πολέμους, όχι μόνο διαμοίρασαν τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ τους, αλλά δικαιολόγησαν επίσης το συνεχιζόμενο δικαίωμά τους στην αποικιακή κυριαρχία μέσω του συστήματος «εντολών» της νέας Κοινωνίας των Εθνών. Με άλλα λόγια, διατήρησαν την παλιά ιμπεριαλιστική πραγματικότητα μέσα από νέες μορφές, θέτοντας τις βάσεις για μελλοντικές συγκρούσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι όχι μόνο αρνήθηκαν τις εδαφικές κτήσεις της τσαρικής Ρωσίας αλλά και αποκήρυξαν δημοσίως τις μυστικές συνθήκες του Τσάρου με τις άλλες δυνάμεις, μόνο ενίσχυσε τα αντι-ιμπεριαλιστικά διαπιστευτήριά τους. Ακόμα και μέσα στην δίνη του αγώνα για την επιβίωσή της, η νέα σοβιετική κυβέρνηση προσπάθησε να συσπειρώσει αντι-ιμπεριαλιστικά στοιχεία τόσο από αποικιακές καθώς και αποικισμένες χώρες. Το 1920, η σοβιετική κυβέρνηση οργάνωσε το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής, στο Μπακού. Η συνάντηση, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 1.800 σύνεδροι από την Ασία και την Ευρώπη, συνέδεσε την τύχη της Σοβιετικής Ένωσης με την ήττα του ιμπεριαλισμού. Αργότερα, ακόμη και καθώς το πολιτικό κλίμα στην Σοβιετική Ένωση είχε αλλάξει σημαντικά, ηγέτες από την Ασία και την Αφρική ζήτησαν και έλαβαν την υποστήριξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς για να δημιουργήσουν τον Σύνδεσμο Ενάντια στον Ιμπεριαλισμό το 1927.

Κατά την διάρκεια των επόμενων δύο δεκαετιών, καθώς τα εθνικιστικά κινήματα σε όλο τον κόσμο γίνονταν όλο και πιο εμφανή, και δεδομένου ότι οι μεγάλες δυνάμεις ορμούσαν προς μια άλλη καταστροφική παγκόσμια σύγκρουση, ο ισχυρισμό ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ευεργετικός για τους αποικισμένους έγινε αδύνατο να σταθεί. Η απο-αποικιοποίηση του Τρίτου Κόσμου, που αρχίζει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, φαίνεται να επιβεβαιώνει ετούτη την εκτίμηση. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις έλαβε την μορφή ομαλής μεταβίβασης της εξουσίας μεταξύ κυβερνήσεων, θέτει νέα ερωτήματα. Από την μια πλευρά, η πτώση των αυτοκρατοριών και η επίσημη πολιτική ανεξαρτησία των πρώην αποικιών φαίνεται να είναι ένα σημαντικό επίτευγμα. Από την άλλη πλευρά, η εκμετάλλευση, η υποταγή και η ανισότητα, για να μην πούμε τίποτα για συγκρούσεις και πόλεμο, δύσκολα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είχαν τερματιστεί στην διεθνή σκηνή.

Η κριτική για τις μακρόχρονες μορφές της ιεραρχίας και της ανισότητας άρχισαν να εκφράζονται περισσότερο στην πολιτιστική φλέβα. Ο «ιμπεριαλισμός» έδωσε την θέση του σε όρους όπως «Οριενταλισμός», ο οποίος εξέταζε την ιστορική συνάντηση μεταξύ της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου μέσα από το πρίσμα των πολιτισμικών σπουδών, παρά της πολιτικής και της οικονομίας.

Ο ιμπεριαλισμός, στο κάτω-κάτω, έφτασε να συνδέεται με τις μαρξιστικές πολιτικές και, κατ’ επέκταση, με την Σοβιετική Ένωση, ιδίως στις Δυτικές ακαδημίες. Την δεκαετία του 1970, παρότι η δυσφορία με τον καπιταλισμό εγχωρίως και στο εξωτερικό ήταν μακράν του να έχει εξαφανιστεί, οι αριστεροί δεν έπαιρναν πλέον σοβαρά την ιδέα ότι ένα νέο είδος κοινωνίας χτιζόταν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Πολλοί ήταν πρόθυμοι να επισημάνουν ότι, αν ο όρος «ιμπεριαλισμός» παρέμενε χρήσιμος, θα έπρεπε να εφαρμοστεί πρώτα απ’ όλα για την σχέση μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφόρων της. «Ο ιμπεριαλισμός», ως έννοια και ως συντομογραφία για ένα συγκεκριμένο τρόπο κατανόησης του κόσμου, ήταν ένα θύμα αυτής της πνευματικής και πολιτικής διαδικασίας.

Η μείωση της χρήσης του όρου έγινε απότομη στον απόηχο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η ανακήρυξη μιας «νέας παγκόσμιας τάξης» έθεσε τις βάσεις για ισχυρισμούς σχετικά με τις δυνατότητες, αν όχι ήδη την πραγματικότητα, μιας εποχής που δεν θα διέπεται πλέον από τον ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Αντί των παλαιών παραδειγμάτων, θα επιτρεπόταν τελικά στον ανθρωπισμό να ανθίσει. Οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1990 -ο πόλεμος του Κόλπου, η σύσταση των διεθνών δικαστηρίων για την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Ρουάντα, οι παρεμβάσεις στην Σομαλία, στην Βοσνία, στο Κοσσυφοπέδιο, η υπογραφή του Καταστατικού της Ρώμης που οδήγησε στον θεσμό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου- χαιρετήθηκαν ως βήματα που πληρούν τις μεγάλες προσδοκίες αυτής της εποχής. Με την αλλαγή του αιώνα, εμφανίστηκε ως σαν ο ιμπεριαλισμός (και ο όρος και το φαινόμενο) να ήταν ένα ιστορικό κειμήλιο.

24122015-2.jpg