Ο μύθος του Ισλαμικού Κράτους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μύθος του Ισλαμικού Κράτους

Η ιστορία μιας πολιτικής ιδέας

Εν τω μεταξύ, η ταχεία επέκταση της αραβο-μουσουλμανικής αυτοκρατορίας δημιούργησε τις δικές της διαιρέσεις και αδυναμίες, ιδιαίτερα καθώς η «αραβική» αυτοκρατορία υπό τους Umayyad έγινε «μουσουλμανική» αυτοκρατορία υπό τους Αββασίδες με την εισαγωγή Περσών και Τούρκων προυχόντων στην πολιτική και στρατιωτική ελίτ. Από τα μέσα του 10ου αιώνα, ο χαλίφης βασίλευε μόνο κατ’ όνομα με τους τοπικούς πολέμαρχους, κυρίως τουρκικής καταγωγής, να κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης.

06042016-2.jpg

Μαχητές από το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) κρατούν τα όπλα τους καθώς στέκονται πάνω σε ποσότητες κατασχεμένων τσιγάρων πριν τους βάλουν φωτιά στην πόλη της Raqqa, στις 2 Απριλίου 2014. REUTERS
--------------------------------------------

Σίγουρα, η έννοια του χαλιφάτου, που έγινε σημαντική ως ένας τρόπος για να κρατηθεί συνεκτική η κοινότητα μετά τον θάνατο του προφήτη Μωάμεθ, εξακολουθεί να είναι σημαντική, τουλάχιστον στην θεωρία. Αλλά υπάρχουν λίγα που να υπονοούν ότι ήταν πάντα αναπόσπαστο μέρος της πρακτικής του Ισλάμ. Πέραν του ότι είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί ως έννοια από το Κοράνι, έχει μια εξαιρετικά πολυκύμαντη ιστορία. Η διαδοχή μετά τον θάνατο του προφήτη ήταν μια πολύ πιο περίπλοκη υπόθεση από όσο δείχνουν οι δημοφιλείς αγιογραφικές καταγραφές. Υπήρχαν τουλάχιστον τρεις πλευρές που ανταγωνίζονταν για την εξουσία εκείνες τις ημέρες: Οι ηγέτες της Ανσάρ (οι φυλές της Μεδίνα)˙ οι ηγέτες των προσφύγων της Μέκκας, κυρίως από την φυλή Quraish, από την οποία αναδείχθηκε ο Μωάμεθ˙ και η αποσχισθείσα ομάδα εκείνων από την Μέκκα οι οποίοι, με την υποστήριξη μερικών από την Μεδίνα, υποστήριξαν ότι η διαδοχή θα πρέπει να παραμείνει μέσα στην οικογένεια του προφήτη και ότι ο Ali ibn Abi Talib, ο ξάδελφος και γαμπρός του προφήτη, ήταν ο νόμιμος κληρονόμος.

Αυτή η έχθρα έγινε συνυφασμένη με μια προ-ισλαμική αντιπαλότητα μεταξύ των Banu Hashim, η συγκεκριμένη γενιά του προφήτη, στην οποία ανήκε ο Ali, και των Banu Umayya, οι οποίοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος της δύναμης στην παγανιστική Μέκκα πριν να εκδιωχθούν από τους νικηφόρους Μουσουλμάνους που επέστρεφαν από την Μεδίνα. Οι περισσότεροι ηγέτες των Banu Umayya προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ μετά την κατάκτηση της Μέκκας από τους Μουσουλμάνους, πολλοί ενδεχομένως για να σώσουν την ζωή τους. Οι πολιτικά οξυδερκείς Banu Umayya τελικά βρήκαν τον δρόμο τους. Η δύναμή τους αυξήθηκε, καθώς συμμάχησαν με άλλες μουσουλμανικές φατρίες, σε μεγάλο βαθμό μέσω της χρήσης της κρατικής εξουσίας και της πατρωνίας. Αυτή η συμμαχία αργότερα αναδείχθηκε ως η πλειοψηφούσα φατρία στο Ισλάμ γνωστή ως Σουνίτες.

Ο θεσμός του χαλιφάτου, που πλέον διεκδικείτο από τους Umayya για τον εαυτό τους, ως εκ τούτου μετατράπηκε σε αυθαίρετη κληρονομική διακυβέρνηση. Ενδεχομένως θα είχε χάσει την νομιμότητά του στα μάτια των πιστών αν δεν ήταν υπήρχε η πρόταση που προπαγανδίστηκε από τους ulema, τους θρησκευτικούς μελετητές, ότι η διακυβέρνηση των Umayya ήταν νόμιμη. Ο στόχος των ulema με αυτή την πράξη ήταν να αποφύγουν το χάος στην ακόμη πρωτόπειρη αραβική μουσουλμανική κοινότητα. Χρησιμοποίησαν τον στίχο από το Κοράνι «Εσείς που έχετε πιστέψει, υπακούτε τον Αλλάχ και υπακούτε τον αγγελιαφόρο και εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία ανάμεσά σας» για να δικαιολογήσουν ακόμα και την πιο αυθαίρετη και άδικη εξουσία. Η δικαιοσύνη, με άλλα λόγια, θυσιάστηκε για να διατηρηθεί η τάξη, μια πρόταση που έγινε το ορόσημο της σουνιτικής πολιτικο-θρησκευτικής σκέψης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εφ’εξής.

Το κληρονομικό χαλιφάτο των Αββασιδών ακολούθησε την εξουσία των Umayya. Η κύρια συμβολή του ήταν ότι είδε τις απαρχές ενός ορθολογικού γραφειοκρατικού κράτους, χάρη στην επιρροή της πρόσφατα εισελθούσας περσικής ελίτ˙ ήταν επανδρωμένη ουσιαστικά με Πέρσες αξιωματούχους. Ωστόσο, εισήγαγε επίσης την περσική ιδέα της βασιλείας (zille -Ilahi, της σκιάς του Θεού στην γη) αυξάνοντας έτσι περαιτέρω τον αυθαίρετο και αυταρχικό χαρακτήρα του κράτους.

Ο θεσμός του χαλιφάτου, πλέον βασισμένος στην διττή αρχή της ισχύος και της κληρονομικότητας, υποβαθμίστηκε περαιτέρω από τα μέσα του 10ου αιώνα με την άνοδο των τουρκο-περσικών στρατιωτικών φέουδων. Η φαντασία του χαλιφάτου διατηρήθηκε, αλλά η πραγματική εξουσία βρισκόταν στους κυρίως Τούρκους σουλτάνους που κυβέρνησαν ανοιχτά στην βάση της αρχής ότι η δύναμη δημιουργεί δίκαιο, με τον χαλίφη να επενδύει σε αυτούς εκ των υστέρων, με το δικαίωμα να κυβερνά επί του εδάφους που εκείνοι ήλεγχαν ήδη μέσω της ισχύος.

Ήταν μόνο όταν εξασθένισε η οθωμανική ισχύς [4] κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (κάτι που συμπίπτει με το ξεκίνημα της διαίρεσης των οθωμανικών εδαφών από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις) που ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β’ άρχισε να τονίζει τον ρόλο του Οθωμανού σουλτάνου ως χαλίφη του Ισλάμ. Χρησιμοποίησε τον ρόλο του ως χαλίφη για να ενισχύσει την νομιμοποίησή του στους Μουσουλμάνους υπηκόους του και να υποκινήσει εξέγερση μεταξύ των Μουσουλμάνων υπηκόων των ευρωπαϊκών δυνάμεων που απειλούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο τέλος, οι Οθωμανοί ηττήθηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και η νέα κυβέρνηση της Τουρκίας, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, κατάργησε τον θεσμό του χαλίφη το 1924.