Έθνη σε κρίση, θεσμοί σε αμφισβήτηση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Έθνη σε κρίση, θεσμοί σε αμφισβήτηση

Αναζητώντας μια νέα εθνική ταυτότητα σε ένα διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας όπου οι προϋπάρχοντες άτυποι κοινωνικοί θεσμοί μεταφράζονται σε συναινετική πολιτική συμπεριφορά είναι η Σουηδία. Στις 3 Δεκεμβρίου 2014, ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Stefan Lοfven υφίσταται σοβαρή ήττα στο κοινοβούλιο και παραιτείται αναγγέλλοντας πρόωρες εκλογές, τις πρώτες στην ιστορία της χώρας από το 1958 [3]. Αφορμή στάθηκε η καταψήφιση του σχεδίου προϋπολογισμού της κεντροαριστερής κυβέρνησης και η υπερψήφιση της πρότασης προϋπολογισμού της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης. Στην υπερψήφιση της πρότασης της αντιπολίτευσης ενεργό ρόλο έπαιξε το ακροδεξιό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών (SD) το οποίο ήθελε να δώσει στις πρόωρες εκλογές δημοψηφισματικό χαρακτήρα για το μεταναστευτικό πρόβλημα.

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η Σουηδία οδεύει προς μια πολιτική κρίση για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες. Κανένα κόμμα δε θα επιτύγχανε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ η ακροδεξιά αναμενόταν να αυξήσει τα ποσοστά της. Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις, η κεντροαριστερή κυβέρνηση και ο συνασπισμός της κεντροδεξιάς που αποτελείτο από 4 κόμματα, μαζί με τους Πράσινους αποφάσισαν να συνεργαστούν και να στηρίξουν την κυβέρνηση για να αποφύγουν τις πρόωρες εκλογές και την επερχόμενη κρίση. Η Συμφωνία του Δεκεμβρίου, όπως ονομάστηκε, προέβλεπε ότι η σουηδική κυβέρνηση θα είχε την ανοχή της αντιπολίτευσης στα κρίσιμα νομοσχέδια μέχρι το 2018 ενώ υποχρεούτο να εφαρμόσει τον ψηφισμένο προϋπολογισμό της αντιπολίτευσης για τους προσεχείς μήνες.

Αυτή η πολιτική συμπεριφορά που αμβλύνει τις εντάσεις στην Σουηδία ξεφεύγει από τα στενά όρια της ορθής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και αγγίζει το πεδίο της κοινωνικής συμπεριφοράς και δράσης. Επομένως, για να καταλάβουμε τους λόγους της σουηδικής ιδιαιτερότητας, πρέπει να ερευνήσουμε τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης της χώρας αρκετούς αιώνες νωρίτερα.

Τον 16ο και 17ο αιώνα στην Σουηδία υπήρχαν κοινωνικοί θεσμοί τοπικού χαρακτήρα με κυριότερο το συμβούλιο της ενορίας (sockenstammen). Τα συμβούλια των ενοριών λειτουργούσαν σαν πλατφόρμες ελεύθερης συζήτησης και διαλόγου. Οι Σουηδοί αγρότες μπορούσαν να εκφράζουν τα παράπονά τους, να συζητούν για σημαντικά ζητήματα που απασχολούσαν την τοπική κοινωνία και να επιλύουν τα καθημερινά τους προβλήματα [4]. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια νέα σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης αλλά ταυτόχρονα και αυτονομίας μεταξύ του κεντρικού κράτους και των τοπικών κοινωνιών. Μέσα από την ειρηνική επίλυση συγκρούσεων και την συνεργασία σε τοπικό επίπεδο, η σουηδική κοινωνία ανέπτυξε χαρακτηριστικά ανεκτικότητας, σεβασμού στην αντίθετη γνώμη και εμπιστοσύνης στους θεσμούς του κράτους που αντανακλούσαν τη συλλογική προσπάθεια.

Στο πλαίσιο της παραπάνω κοινωνικής συμπεριφοράς, οι τοπικοί θεσμοί διαλόγου επηρέασαν το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς που δημιουργήθηκαν στο σουηδικό κράτος τον 19ο και 20ο αιώνα. Τα εκλογικά συστήματα απλής αναλογικής και η αποφυγή μονοκομματικών κυβερνήσεων αποτέλεσαν θεμέλιο λίθο της σουηδικής πολιτικής σκηνής κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Την ίδια περίοδο, εγκαθιδρύθηκε ένα κορπορατιστικό μοντέλο άσκησης πολιτικής, το οποίο έδινε την ευκαιρία σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες – συνδικαλιστικά σωματεία, εργοδοτικές ενώσεις, ανεξάρτητες ομάδες πολιτών – να συνδιαμορφώσουν και να επηρεάσουν τα νομοσχέδια που έρχονταν προς ψήφιση [5]. Η δημιουργία κρατικών επιτροπών διαβούλευσης, οι οποίες αποσαφήνιζαν τις λεπτομέρειες κάθε νομοσχεδίου πριν αυτό εισαχθεί για ψήφιση στο κοινοβούλιο, διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στην επιτυχία του σουηδικού μοντέλου.

Υπάρχει η αντίληψη ότι αυτού του είδους η κοινωνική συμπεριφορά συναντάται μόνο στην Σουηδία ή γενικότερα στις βορειο-ευρωπαϊκές χώρες, και πως είναι κάτι ξένο για άλλα κράτη με διαφορετικές κουλτούρες - την ελληνική ή την κουλτούρα που υπάρχει σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Ωστόσο, αντίστοιχα παραδείγματα μπορούν να βρεθούν και σε άλλες ηπείρους, όπου η κουλτούρα του κοινωνικού διαλόγου και της συνεργασίας έχει συμβάλλει στην δημιουργία ισχυρών θεσμών, πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής ευημερίας.

Η ΜΠΟΤΣΟΥΑΝΑ

Η Μποτσουάνα αποτελεί ένα success story της αφρικανικής ηπείρου επειδή διαθέτει σταθερούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που προστατεύουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας (property rights), εξασφαλίζουν σταθερότητα και περιορίζουν αποτελεσματικά τις πολιτικές ελίτ. Αν και η Μποτσουάνα οφείλει την οικονομική της ευημερία στην παραγωγή και εξαγωγή διαμαντιών, γειτονικές χώρες που μοιράζονται τον ίδιο ή παρόμοιο ορυκτό πλούτο δεν έχουν καταφέρει το ίδιο επίπεδο σταθερότητας και ευημερίας.

Ο Daron Acemoglu, καθηγητής Οικονομικών στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), αναφερόμενος στην θεσμική σταθερότητα της Μποτσουάνα, έχει επισημάνει την σημασία των τοπικών θεσμών κοινωνικού διαλόγου Kgotla, ενός συστήματος συμμετοχής των απλών πολιτών στην πολιτική ζωή της χώρας [6]. Το σύστημα Kgotla χρονολογείται από την προ-αποικιακή περίοδο και αποτελείται από δημόσιες συνεδριάσεις διαλόγου σε τοπικό επίπεδο, στο οποίο οι διάφορες φυλές της χώρας έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν κριτική στους αρχηγούς τους και να λάβουν αποφάσεις συλλογικά και με απόλυτη συναίνεση. Η παράδοση αυτή έθεσε όρια στην άσκηση εξουσίας από τις πολιτικές ελίτ, εγγυήθηκε την πολιτική λογοδοσία και ενθάρρυνε την ευρεία συμμετοχή των πολιτών στην διαμόρφωση των θεσμών της χώρας. Γι’ αυτόν τον λόγο η Μποτσουάνα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις αφρικανικές χώρες για το υψηλό επίπεδο αποτελεσματικής διακυβέρνησης, το χαμηλό επίπεδο διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό, την απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Ο ρόλος των τοπικών παραδοσιακών συνεδριάσεων διαλόγου υπήρξε σημαντικός για την ισχυροποίηση των θεσμών του κεντρικού κράτους και την σταθερότητα που αυτό απέφερε.