Ο Trump και ο λαϊκισμός της Αμερικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Trump και ο λαϊκισμός της Αμερικής

Παλιό κρασί σε νέα μπουκάλια

Αλλά ο όρος «λαϊκιστής» συνήθως είχε μια πιο συγκεκριμένη έννοια. Στην δεκαετία του 1890, οι δημοσιογράφοι που γνώριζαν λατινικά επινόησαν την λέξη για να περιγράψουν ένα μεγάλο τρίτο κόμμα, το Λαϊκιστικό ή Λαϊκό Κόμμα, το οποίο άρθρωνε δυναμικά την προοδευτική, κοινωνικο-εθνικιστική τάση του αμερικανικού λαϊκισμού. Το Λαϊκό Κόμμα προσπάθησε να απελευθερώσει το πολιτικό σύστημα από την αρπάγη της «ισχύος των χρημάτων». Οι ακτιβιστές του, οι περισσότεροι από τους οποίους προήλθαν από τον Νότο και την Δύση, χαιρέτιζαν τα κοινά συμφέροντα των αγροτών και αστικών εργαζομένων και καταριούνταν τα μονοπώλια στον τομέα της βιομηχανίας και της υψηλής χρηματοδότησης για την εξαθλίωση των μαζών. «Επιδιώκουμε να αποκαταστήσουμε την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας στα χέρια του ‘απλού λαού’, από τον οποίο προήλθε», βρόντησε ο Ignatius Donnelly, μυθιστοριογράφος και πρώην Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής, στην εναρκτήρια ομιλία του στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος στην Ομάχα το 1892. Το νέο κόμμα επιδίωξε να επεκτείνει την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης για να εξυπηρετήσει αυτούς τους «απλούς ανθρώπους» και να ταπεινώσει τους εκμεταλλευτές τους. Την ίδια χρονιά, ο James Weaver, ο λαϊκιστής υποψήφιος για την προεδρία, κέρδισε 22 εκλεκτορικές ψήφους, και το κόμμα φαινόταν έτοιμο να αναλάβει τον έλεγχο πολλών πολιτειών του νότου και του κέντρου (Great Plains) των ΗΠΑ. Όμως, τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ένα διχασμένο εθνικό συνέδριο, η πλειοψηφία των αντιπροσώπων υποστήριξε τον Δημοκρατικό υποψήφιο, William Jennings Bryan, ο οποίος αγκάλιασε μερικές από τις κύριες προτάσεις του κόμματος, όπως μια ευέλικτη προσφορά χρήματος με βάση το ασήμι μαζί με τον χρυσό. Όταν ο Bryan, «ο Μέγας Συνηθισμένος Άνθρωπος» (the Great Commoner), έχασε τις εκλογές το 1896, το τρίτο κόμμα διολίσθησε γρήγορα. Η μοίρα του, όπως των περισσοτέρων τρίτων κομμάτων, ήταν σαν αυτή της μέλισσας, όπως έγραψε ο ιστορικός Richard Hofstadter το 1955. Μόλις τσίμπησε το πολιτικό κατεστημένο, πέθανε.

Ο γερουσιαστής Bernie Sanders έχει κληρονομήσει αυτή την παράδοση της λαϊκιστικής ρητορικής. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας του 2016 για το χρίσμα του Δημοκρατικού προεδρικού υποψηφίου καταφέρθηκε εναντίον «της τάξης των δισεκατομμυριούχων» επειδή πρόδωσε την υπόσχεση της αμερικανικής δημοκρατίας και απαίτησε ένα κατώτατο ωρομίσθιο στα 15 δολάρια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους, και άλλες προοδευτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ο Sanders αυτοαποκαλείται σοσιαλιστής και έχει χαιρετίσει τους υποστηρικτές του ως την εμπροσθοφυλακή μιας «πολιτικής επανάστασης». Ωστόσο, το μόνο που πραγματικά υποστήριξε ήταν ένα διευρυμένο κράτος πρόνοιας παρόμοιο με εκείνο που έχει από καιρό ανθίσει στην Σκανδιναβία.

Η άλλη τάση του λαϊκισμού -το φυλετικό-εθνικιστικό είδος- εμφανίστηκε περίπου την ίδια χρονική στιγμή με το Λαϊκό Κόμμα. Αμφότερες οι τάσεις ξεπήδησαν από την ίδια αίσθηση συναγερμού κατά την διάρκεια της χρυσής εποχής για την διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ ασυγκράτητων εταιρειών και επενδυτικών οίκων και απλών εργαζόμενων και μικρών αγροτών. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, οι υπέρμαχοι αυτής της τάσης της σκέψης χρησιμοποιούσαν ξενοφοβικές εκκλήσεις για να ασκήσουν πιέσεις στο Κογκρέσο να εμποδίσει όλους τους Κινέζους και τους περισσότερους Ιάπωνες εργάτες να μεταναστεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εργαζόμενοι λευκοί Αμερικανοί και εκείνοι της μεσαίας τάξης, μερικοί από τους οποίους ανήκαν σε αγωνιζόμενα εργατικά συνδικάτα, ηγήθηκαν στο κίνημα αυτό και δημιούργησαν το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών του. «Οι πλούσιοι άνδρες μας. . . συσπειρώθηκαν κάτω από την σημαία του εκατομμυριούχου, του τραπεζίτη, και εκείνου που κατέχει το μονοπώλιο της γης, του βασιλιά του σιδηροδρόμου και του ψεύτη πολιτικού, για να επιτευχθεί ο σκοπός τους», διακήρυξε ο Denis Kearney, ένας μικρός επιχειρηματίας από το Σαν Φρανσίσκο με χάρισμα στην εμπρηστική ρητορική, ο οποίος ίδρυσε το Κόμμα Εργατών της Καλιφόρνια (Workingmen’s Party of California, WPC) το 1877. Ο Kearney κατηγορούσε [9] ότι μια «φουσκωμένη αριστοκρατία. . . σαρώνει τις φτωχογειτονιές της Ασίας για να βρει τον πιο μοχθηρό σκλάβο στην γη τον Κινέζο ‘κούλη’- και να τον εισάγει εδώ για να συναντήσει τον ελεύθερο Αμερικανό στην αγορά εργασίας, και να εξακολουθεί να διευρύνει περαιτέρω το ρήγμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, ακόμη περισσότερο να υποβαθμίσει την εργασία των λευκών».

Κραδαίνοντας το σύνθημα «Οι Κινέζοι πρέπει να φύγουν!» και απαιτώντας μια οκτάωρη εργάσιμη ημέρα και θέσεις εργασίας στα δημόσια έργα για τους ανέργους, το κόμμα μεγάλωσε γρήγορα. Μόνο λίγοι λευκοί εργαζόμενοι ακτιβιστές έφεραν αντιρρήσεις στην ρατσιστική ρητορική του. Το WPC κέρδισε τον έλεγχο του Σαν Φρανσίσκο και αρκετές μικρότερες πόλεις και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναθεώρηση του συντάγματος της Καλιφόρνιας ώστε να αποκλείσει τους Κινέζους και να συσταθεί μια επιτροπή για την ρύθμιση της Central Pacific Railroad, μιας τιτάνιας δύναμης στην οικονομία του κράτους. Σύντομα, όμως, το WPC άρχισε να σπαράσσεται από εσωτερικές συγκρούσεις: Η ομάδα του Kearney θέλησε να συνεχίσει την επίθεσή της στην κινεζική «απειλή», αλλά πολλοί εργατικοί συνδικαλιστές ήθελαν να επικεντρωθούν σε αιτήματα για μικρότερη εργάσιμη ημέρα, θέσεις εργασίας στο δημόσιο για τους ανέργους, και υψηλότερους φόρους στους πλούσιους.