Το νόημα των εκλογών του 2016 | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το νόημα των εκλογών του 2016

Αμερικανική πολιτική παρακμή ή ανανέωση;

Η τυπική απάντηση από τους οικονομολόγους [υπέρ] του εμπορίου είναι να υποστηρίζουν ότι τα κέρδη από το εμπόριο επαρκούν για κάτι περισσότερο από την ικανοποιητική αποζημίωση των χαμένων, ιδανικά μέσω της επαγγελματικής κατάρτισης που θα τους εξοπλίσει με νέες δεξιότητες. Και ως εκ τούτου, κάθε σημαντικό κομμάτι της εμπορικής νομοθεσίας έχει συνοδευτεί από μια σειρά από μέτρα επανεκπαίδευσης εργαζομένων, καθώς και μια σταδιακή εισαγωγή των νέων κανόνων που θα δώσουν στους εργαζομένους χρόνο για να προσαρμοστούν.

Στην πράξη, ωστόσο, η προσαρμογή αυτή συχνά απέτυχε να υλοποιηθεί. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει τρέξει 47 ασυντόνιστα ομοσπονδιακά προγράμματα επανεκπαίδευσης εργαζομένων (τα οποία ενοποιήθηκαν σε περίπου δώδεκα), επιπλέον αμέτρητων άλλων σε πολιτειακό επίπεδο. Αυτά έχουν συλλογικά αποτύχει να μετακινήσουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων σε θέσεις υψηλότερης ειδίκευσης. Αυτό είναι εν μέρει μια αποτυχία εφαρμογής, αλλά είναι επίσης μια αποτυχία σχεδιασμού: Δεν είναι σαφές τι είδους εκπαίδευση μπορεί να μετατρέψει έναν 55χρονο εργαζόμενο σε αλυσίδα συναρμολόγησης σε έναν προγραμματιστή υπολογιστών ή σε έναν σχεδιαστή ιστότοπων. Ούτε η καθιερωμένη θεωρία του εμπορίου λαμβάνει υπόψη της την πολιτική οικονομία των επενδύσεων. Το κεφάλαιο είχε πάντα το πλεονέκτημα της συλλογικής δράσης έναντι της εργασίας, επειδή είναι πιο συγκεντρωμένο και πιο εύκολο να συντονιστεί. Αυτό ήταν ένα από τα πρώτα επιχειρήματα υπέρ του συνδικαλισμού, ο οποίος έχει υποστεί σοβαρή διάβρωση στις Ηνωμένες Πολιτείες από την δεκαετία του 1980. Και τα πλεονεκτήματα του κεφαλαίου μόνο αυξάνονται με τον υψηλό βαθμό της κινητικότητας των κεφαλαίων που έχει προκύψει στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Η εργασία έχει γίνει πιο κινητική επίσης, αλλά είναι πολύ πιο περιορισμένη. Τα πλεονεκτήματα διαπραγμάτευσης των συνδικάτων γρήγορα υπονομεύονται από τους εργοδότες οι οποίοι μπορούν να απειλήσουν να μετεγκατασταθούν όχι μόνο σε μια πολιτεία με νόμους για το δικαίωμα στην εργασία [στμ: δηλαδή που υποβαθμίζουν την πρακτική σημασία της σχέσης των συνδικάτων με τους εργαζομένους], αλλά και σε μια εντελώς διαφορετική χώρα.

Οι διαφορές στο κόστος εργασίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και πολλών αναπτυσσόμενων χωρών είναι τόσο μεγάλη, ώστε είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι είδους πολιτικές θα μπορούσαν τελικά να προστατεύσουν την μεγάλη μάζα των θέσεων εργασίας χαμηλής ειδίκευσης. Ίσως ούτε καν ο Trump να μην πιστεύει ότι τα παπούτσια και τα πουκάμισα θα πρέπει να εξακολουθούν να φτιάχνονται στην Αμερική. Κάθε βιομηχανικό έθνος στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι πολύ πιο προσηλωμένα στην προστασία των παραγωγικών τους βάσεων όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, έχει δει μια μείωση του σχετικού μεριδίου της παραγωγής κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Και ακόμη και η ίδια η Κίνα [13] αρχίζει να χάνει θέσεις εργασίας από την αυτοματοποίηση και από παραγωγούς χαμηλού κόστους σε μέρη όπως το Μπαγκλαντές και το Βιετνάμ.

Και όμως η εμπειρία μιας χώρας όπως η Γερμανία δείχνει ότι η διαδρομή που ακολουθείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν αναπόφευκτη. Η γερμανική επιχειρηματική ελίτ ποτέ δεν προσπάθησε να υπονομεύσει την ισχύ των συνδικάτων˙ μέχρι σήμερα, οι μισθοί καθορίζονται σε όλη την γερμανική οικονομία μέσω των διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων υπό την αιγίδα της κυβέρνησης. Ως αποτέλεσμα, το γερμανικό κόστος εργασίας είναι περίπου 25% υψηλότερο από το αντίστοιχο αμερικανικό. Και όμως η Γερμανία παραμένει η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγέας στον κόσμο, και το μερίδιο της μεταποιητικής απασχόλησης στην Γερμανία, αν και μειώνεται, παραμένει σταθερά υψηλότερο από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αντίθεση με τους Γάλλους και τους Ιταλούς, οι Γερμανοί δεν επεδίωξαν να προστατεύσουν τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας μέσα από ένα δάσος εργασιακών νόμων˙ στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της Ατζέντας 2010 του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, έγινε πιο εύκολο να απολυθούν οι πλεονάζοντες εργαζόμενους. Και όμως η χώρα έχει επενδύσει σημαντικά στην βελτίωση των δεξιοτήτων της εργατικής τάξης μέσω προγραμμάτων μαθητείας και άλλων δραστικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας. Οι Γερμανοί προσπάθησαν επίσης να προστατεύσουν περισσότερο την αλυσίδα εφοδιασμού της χώρας από το ατελείωτο outsourcing [στμ: εξωτερική ανάθεση εργασιών] συνδέοντας το μυθικό Mittelstand, δηλαδή τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους, με τους μεγάλους εργοδότες.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα, οικονομολόγοι και δημόσιοι διανοούμενοι απεικόνισαν την μετάβαση από μια μεταποιητική οικονομία σε μια μεταβιομηχανική οικονομία βασισμένη στις υπηρεσίες ως αναπόφευκτη, ακόμα και ως κάτι που θα πρέπει να χαιρετιστεί και να επιταχυνθεί. Όπως και οι κατασκευαστές μαστιγίων παλιά, υποτίθεται ότι οι εργαζόμενοι της μεταποίησης θα επανεξοπλίζονταν, θα γίνονταν εργάτες της γνώσης σε μια ευέλικτη, εξωτερικά ανατιθέμενη, μερικής απασχόλησης νέα οικονομία, όπου οι νέες δεξιότητές τους θα τους εξασφάλιζαν υψηλότερους μισθούς. Παρά τις περιστασιακές κινήσεις, ωστόσο, κανένα πολιτικό κόμμα δεν πήρε την ατζέντα του επανεξοπλισμού στα σοβαρά, ως κεντρικό στοιχείο μιας αναγκαίας διαδικασίας προσαρμογής, ούτε επένδυσε σε κοινωνικά προγράμματα που έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύσουν την εργατική τάξη καθώς προσπαθούσε να προσαρμοστεί. Και έτσι οι λευκοί εργαζόμενοι, όπως οι Αφροαμερικανοί σε προηγούμενες δεκαετίες, αφέθηκαν μόνοι τους.

09112016-2.jpg

Ένας ψηφοφόρος πηγαίνει για να ψηφίσει στις προεδρικές προκριματικές εκλογές του Wisconsin σε ένα εκλογικό κέντρο στο Μιλγουόκι, στις 5 Απριλίου 2016. REUTERS/Jim Young
--------------------------------------------