Το τέλος των αεροπλανοφόρων; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος των αεροπλανοφόρων;

Ο στρατηγικός τους ρόλος σήμερα και στο μέλλον

Εντούτοις, κατά την άποψη του υπογράφοντος, η συγκεκριμένη θεώρηση των αεροπλανοφόρων είναι, σε τελική ανάλυση, ανιστόρητη. Δεν αρκεί να συγκρίνει κανείς οπλοσυστήματα διαφορετικών εποχών, αλλά πρέπει να έχει επίγνωση και του ρόλου τους. Όπως, λοιπόν, προαναφέρθηκε, μέτρο σύγκρισης για τον Hendrix παραμένουν τα τέσσερα αεροπλανοφόρα Forrestal της περιόδου 1955-59 και τα τρία της βελτιωμένης κλάσης Forrestal, εκ των οποίων το πρώτο ήταν το Kitty Hawk [10]. Βασικός εξοπλισμός κρούσης των κλάσεων Forrestal και Kitty Hawk, όπως και των τριών σκαφών της προηγούμενης (1945-47) κλάσης Midway -τα οποία μετασκευάστηκαν και αυτά κατά τη δεκαετία του 1950 σε νέο ρόλο- ήταν το βαρύ βομβαρδιστικό Douglas A3D (γνωστό ως A-3 από το τέλος του 1962) Skywarrior. Την ιστορία του Skywarrior την καλύψαμε αναλυτικά σε πρόσφατο άρθρο μας, στο οποίο απλώς παραπέμπουμε εδώ [Σημ. 11]. Ήταν, πολύ απλά, το μεγαλύτερο και βαρύτερο αεροπλάνο που επιχείρησε ποτέ από αεροπλανοφόρο οποιασδήποτε χώρας, εξ ου και το άτυπο παρατσούκλι «Φάλαινα». Μόνο το εσωτερικό καύσιμο ανερχόταν σε 19.997 λίτρα, άλλο ένα παγκόσμιο ρεκόρ.

Ως γνήσιο στρατηγικό βομβαρδιστικό, συμπληρωματικό των Β-47 και Β-52 της USAF (Αμερικανικής Αεροπορίας), το A-3 διέθετε αναπόφευκτα πάρα πολύ μεγάλη, για τα ναυτικά δεδομένα, εμβέλεια, άνω των 1.800 ν.μ. Υπενθυμίζουμε ότι το πιο απομακρυσμένο σημείο της γης από τη θάλασσα, κοντά στα σινοσοβιετικά σύνορα της εποχής, απέχει 1.430 ν.μ., άρα το Α-3 ήταν θεωρητικά ικανό να πλήξει μέσα σε λίγες ώρες οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Επομένως, η κλάση Forrestal, την οποία έχει ως πρότυπο ναυτικής ισχύος ο Hendrix, διέθετε το πιο «μακρύ χέρι» για κρούση από κάθε άλλο αεροπλανοφόρο πριν ή μετά. Στρατηγικού χαρακτήρα, αλλά κατά τι μικρότερης εμβέλειας, ήταν και ο υπερηχητικός διάδοχος του Α-3, το A-5 Vigilante του 1958, το οποίο δεν πρόλαβε να αξιοποιηθεί πλήρως σε αυτόν το ρόλο. Το επιχειρησιακό του ντεμπούτο στην θάλασσα έγινε το 1962 επί του Enterprise, του πρώτου πυρηνοκίνητου αεροπλανοφόρου στην ιστορία. Μια πενταετία αργότερα, όλα τα Α-5 είχαν μετατραπεί σε αναγνωριστικά, ενώ το Α-3 έριξε τις τελευταίες του βόμβες στη ΝΑ Ασία το 1966.

Με άλλα λόγια, την δεκαετία του 60 το στρατηγικό βομβαρδιστικό εξοβελίστηκε πλήρως από τα αεροπλανοφόρα, διότι τον αποτρεπτικό ρόλο τον ανέλαβαν υποβρύχια με πυρηνικά βλήματα Polaris: 41 τέτοια σκάφη με 656 στρατηγικά βλήματα (16 έκαστο) τέθηκαν σε υπηρεσία από το 1960 ως το 1967. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος στην ανάλυση του Hendrix: Συγκρίνει ανόμοια πράγματα, ήτοι τα σημερινά αεροπλανοφόρα, τα οποία ως πλατφόρμες κρούσης έχουν μόνο τακτικό ρόλο, με τα Forrestal, μια κλάση η οποία είχε σχεδιαστεί -όπως και το ακυρωθέν το 1949 United States- για ρόλο πρωτίστως στρατηγικό. Με άλλα λόγια, συγχέει την προ-Polaris εποχή με την μετά-Polaris.

05052017-3.jpg

Ένα μη επανδρωμένο μαχητικό αεροσκάφος X-47B απογειώνεται από το κατάστρωμα του αεροπλανοφόρου USS George H. W. Bush στον Ατλαντικό Ωκεανό, ανοικτά των ακτών του Norfolk της Virginia, στις 10 Ιουλίου 2013. REUTERS/Rich-Joseph Facun
-----------------------------------------------------

Ας έλθουμε, τώρα, στην «απειλή» που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει το κινεζικό βλήμα Dong Feng-21D. Καταρχήν, αυτό το σύστημα το διαθέτει μόνο μια χώρα και δεν φαίνεται, επί του παρόντος, να εξάγεται σε άλλη. Ακόμη κι αν το θεωρήσουμε όντως αποτελεσματικό, διότι δεν έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα δοκιμές εναντίον κινούμενων στόχων στην ανοιχτή θάλασσα, παραμένει άκρως αμφίβολη η χρήση του σε μια πιθανή σύρραξη ανάμεσα στις δύο Κίνες, κατά την οποία οι ΗΠΑ θα τοποθετήσουν αεροπλανοφόρα στα ανοιχτά της Ταϊβάν, όπως έπραξαν το 1996. Με άλλα λόγια, είναι άλλο πράγμα η θεωρητική ικανότητα πλήγματος και άλλο η αποφασιστικότητα να προβεί κάποιος σε αυτό, ειδικά, δε, να χτυπήσει πρώτος («first strike»). Προσωπικά, θεωρώ εξαιρετικά απίθανο η κινεζική ηγεσία να βυθίσει αμερικανικό αεροπλανοφόρο, παρασύροντας στο θάνατο ίσως και 5.000 άνδρες, μόνο και μόνο για να επιτύχει αντικειμενικούς στόχους της ως προς την Ταϊβάν. Το διακύβευμα είναι τόσο μικρό, που δεν αξίζει τον κόπο μια τόσο ριψοκίνδυνη ενέργεια: Πέραν της επίδρασης που θα είχε κάτι τέτοιο στις διμερείς σχέσεις, πολιτικές και οικονομικές, η -εντελώς σίγουρη- στρατιωτική «απάντηση» των ΗΠΑ σε μια τέτοια σοκαριστική ενέργεια θα ήταν πολλαπλάσια, και σε έκταση και σε ένταση. Ένας μόνο πύραυλος και δη εναντίον πλοίων δε σημαίνει ότι η Λ.Δ.Κίνας έχει φθάσει, ή έστω πλησιάσει, την τρομακτική στρατιωτική ισχύ (πυρηνική και συμβατική) των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, το κόστος για τους Κινέζους από μια βύθιση αμερικανικού αεροπλανοφόρου θα ήταν πολλαπλάσιο του οφέλους, άρα μια τέτοια ενέργεια δεν θα ήταν ορθολογική.