Το δημοψήφισμα του Brexit, έναν χρόνο μετά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το δημοψήφισμα του Brexit, έναν χρόνο μετά

Οι ιστορικές ρίζες της απόφασης για έξοδο από την ΕΕ

ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Δύο άλλες τάσεις πρόσθεσαν καύσιμα στην λαϊκιστική δυσαρέσκεια προς την παραδοσιακή πολιτική, και την σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρώπη. Πρώτον, η οικονομική κρίση του 2007-8 διεύρυνε την ανισότητα και ντρόπιασε το βρετανικό πολιτικό κατεστημένο. Ως η πατρίδα του κορυφαίου χρηματοπιστωτικού κέντρου στον κόσμο, το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπισε μια μονόπαντη οικονομική ανάπτυξη πριν από το 2007: Η ανάπτυξη, η συσσώρευση πλούτου και οι αυξανόμενες τιμές κατοικιών συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο, καθώς οι μέσοι μισθοί παρέμειναν στάσιμοι στην υπόλοιπη χώρα. Η χώρα ανταποκρίθηκε στην κατάρρευση με μέτρα διάσωσης τραπεζών και αυτόματους σταθεροποιητές που εμπόδισαν την διάσπαση των χρηματοοικονομικών του Λονδίνου. Αλλά αυτές οι πολιτικές δημιούργησαν ένα μεγάλο δημόσιο χρέος, πρώτα υπό τους Εργατικούς και στην συνέχεια το 2010 υπό τους Συντηρητικούς. Μόλις πέρασε η κορύφωση της κρίσης, οι Συντηρητικοί προχώρησαν σε αυστηρά μέτρα λιτότητας για να εξασφαλίσουν ότι το Λονδίνο θα παραμείνει παγκόσμιο οικονομικό κέντρο. Χρησιμοποίησαν επίσης την κρίση για να εφαρμόσουν νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι επακόλουθες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, στην στεγαστική βοήθεια και στα κοινωνικά προγράμματα επέδρασαν δυσανάλογα στις παλιές βιομηχανικές περιοχές και στις εργατικές τάξεις.

Ως εκ τούτου, ενώ τα εισοδήματα αυξήθηκαν στο Λονδίνο μετά το 2010, οι μισθοί στην υπόλοιπη χώρα βάλτωσαν. Στην πραγματικότητα, τα πραγματικά κέρδη μειώθηκαν κατά 10% μεταξύ του 2007 και του 2015. Αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις για οποιαδήποτε ηγετική οικονομία σε αυτή την περίοδο -συγκρίσιμη σε βαθμό με ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η Μεγάλη Ύφεση, με άλλα λόγια, άφησε πολλούς εκτός του Λονδίνου δυσαρεστημένους και κατέστησε την ανισότητα ένα ζήτημα που στοιχειώνει αμφότερα τα κόμματα. Οι Εργατικοί κατηγορήθηκαν ότι έβαλαν την Μεγάλη Βρετανία στην κρίση και οι Συντηρητικοί κατηγορήθηκαν για τον πόνο της λιτότητας.

Τέλος, οι εξελίξεις στην ίδια την ΕΕ τροφοδότησαν τον ευρωσκεπτικισμό. Μετά την ένταξη της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας, της Σλοβακίας και των χωρών της Βαλτικής στην ΕΕ το 2004 και την συνοριακή συμφωνία Σένγκεν το 2007, οι πολίτες τους ήταν σε θέση να μεταναστεύσουν εντός της Ένωσης, εκμεταλλευόμενοι τις διαφορές των μισθών μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Πολλοί ήρθαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το 2004 οι μέσες αποδοχές ήταν τέσσερις φορές υψηλότερες από εκείνες στην Πολωνία. Μετά το 2004, η καθαρή μετανάστευση στην χώρα σημείωσε άνοδο στους περίπου 200.000 [ανθρώπους] ετησίως, δηλαδή τετραπλασιάστηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το 2015 το Ηνωμένο Βασίλειο φιλοξενούσε σχεδόν 800.000 Πολωνούς -περισσότερους από όσους ζούσαν στην Κρακοβία. Αν και αρκετές μελέτες υποδεικνύουν ότι η μετανάστευση έχει ελάχιστες επιπτώσεις στο εισόδημα των Βρετανών πολιτών -στην πραγματικότητα, ο μεγαλύτερος αντίκτυπος φαίνεται να είναι στον μισθό των προηγούμενων μεταναστών- η αντίληψη μεταξύ πολλών Βρετανών ήταν διαφορετική.

27062017-4.jpg

Ο Edward Heath στο Salisbury, στην Αγγλία, το 1987. WIKIMEDIA COMMONS
----------------------------------------------

Ακόμη πιο σημαντικό, τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπισε η ΕΕ από το 2010 αποκάλυψαν την αδέξια, αναποτελεσματική διακυβέρνηση των Βρυξελλών. Η κρίση του ευρώ αποκάλυψε ασυμβίβαστες διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη της ΕΕ προσεγγίζουν τα οικονομικά ζητήματα, εξέθεσε το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης και ενδέχεται να διακήρυξε το τέλος του μακρόχρονου προτύπου με το οποίο οι κρίσεις θα οδηγούσαν σε βαθύτερη ενσωμάτωση στην ΕΕ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πολλοί είδαν το Δημοσιονομικό Σύμφωνο του 2012 της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ -το οποίο επιδιώκει να περιορίσει τα ελλείμματα και τα χρέη των κρατών- ως μια αδέξια απόφαση που πέρασε μέσω Βρυξελλών με ελάχιστη υποστήριξη. Το Λονδίνο, στην πραγματικότητα, δεν υπέγραψε το Σύμφωνο, και η εφαρμογή του μόνο πρόσθεσε φωτιά στον ευρωσκεπτικισμό. Μετά το 2015, η εισροή περισσότερων από ένα εκατομμύριο μεταναστών και προσφύγων στην ΕΕ [11] αποκάλυψε ακόμη περισσότερο τα τεράστια εμπόδια που εμποδίζουν τις Βρυξέλλες να διοικήσει αποτελεσματικά, καθώς ξέσπασαν βιτριολικές συζητήσεις μεταξύ των κρατών-μελών σχετικά με την παροχή ασύλου, την αστυνόμευση των συνόρων, την ανταλλαγή πληροφοριών και την διαπραγμάτευση με γείτονες της ΕΕ.

ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

Αυτές οι τέσσερις τάσεις διαμόρφωσαν την περσινή συζήτηση του Brexit και αμφότερες οι προεκλογικές εκστρατείες των Συντηρητικών και του UKIP υπέρ του «εκτός» τις εκμεταλλεύτηκαν. Βεβαίως, το UKIP έπαιξε πάνω στην οικονομική απειλή της μετανάστευσης και κατηγόρησε τις Βρυξέλλες για αυτό που πίστευαν ότι ήταν οι οικονομικές συνέπειες των ανοιχτών συνόρων. Όμως, το «εκτός» ακούμπησε επίσης στο ακανθώδες ζήτημα των συνεπειών της ένταξης στην ΕΕ για την κυριαρχία της Βρετανίας, ένα ζήτημα το οποίο σιγόβραζε από τότε που ο Heath απέτυχε να προσφέρει σαφήνεια ως προς τούτο το 1973. Οι ευρωσκεπτικιστές ισχυρίστηκαν ότι οι Βρετανοί πολίτες είχαν παραδώσει άθελά τους τον έλεγχο στις τεχνοκρατικές ελίτ στις Βρυξέλλες οι οποίες ήταν ακόμη πιο αποστασιοποιημένες από τις τοπικές ανησυχίες από όσο το Λονδίνο. Συγκεκριμένα, μόνο το 33% των ψηφοφόρων υπέρ του «εκτός» λένε ότι η μετανάστευση αποτελεί το κύριο μέλημά τους. Το 49% [12] ανέφερε ότι ο κύριος λόγος για να φύγουν από την Ευρώπη ήταν ότι «οι αποφάσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να λαμβάνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο».