Η νέα αραβική τάξη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η νέα αραβική τάξη

Εξουσία και βία στην σημερινή Μέση Ανατολή*

Αυτή η εξωτερική υποστήριξη προς τους Σύρους επαναστάτες προκάλεσε καταστροφικά αποτελέσματα, επιταχύνοντας την βία χωρίς να προσφέρει κανέναν εύλογο δρόμο για επίλυση. Αν και το καθεστώς Assad φέρει την μεγαλύτερη ευθύνη για τις συστηματικές θηριωδίες και βιαιότητες της σύγκρουσης, οι εξωτερικοί υποστηρικτές των εξεγέρσεων συνέβαλαν επίσης στην εντατικοποίηση του πολέμου παρά το προφανές κόστος. Η δομή των νέων πολιτικών της περιοχής υπαγόρευσε την αποτυχία. Κάθε φορά που οι αντάρτες έκαναν εισβολές, οι αντίπαλοι εξωτερικοί δρώντες -Ιράν, Χεζμπολάχ και Ρωσία- παρενέβαιναν στο πλευρό του Άσαντ. Κάθε πρόοδος δημιούργησε μια αναπόφευκτη αντιστάθμιση, κάτι που μόνο κλιμάκωσε το επίπεδο του ανθρώπινου πόνου. Σε ένα από τα πιο αποφασιστικά παραδείγματα αυτής της δυναμικής, το 2015, αφότου ριζοσπαστικές εξωτερικά υποστηριζόμενες ανταρτικές ομάδες κέρδισαν έδαφος στην βόρεια Συρία, η Ρωσία παρενέβη βίαια στο Χαλέπι.

Οι ανταγωνιστικές δυνάμεις στην Συρία δεν αποδείχθηκαν εξίσου επιδέξιες στον πόλεμο δια πληρεξουσίων. Οι δυνάμεις που υποστήριζαν τον Άσαντ εστίασαν σαν λέιζερ στην υποστήριξη του καθεστώτος. Οι Ιρανοί, ειδικότερα, κατέκτησαν την τέχνη της υποστήριξης τοπικών πολιτοφυλακών, συχνά με την άμεση καθοδήγηση και υποστήριξη του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης. Το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία, αντιθέτως, θεώρησαν η μια την άλλη ως αντιπάλους όσο και συμμάχους, και οι ανταγωνιστικές και ασυντόνιστες προσπάθειές τους συνέχιζαν να λειτουργούν σαν μπούμερανγκ. (Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έκαναν πίσω στην Συρία).

Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχείρησαν να επιβάλουν μια συνεργασία μεταξύ των φατριών που υποστηρίζονταν από το Κατάρ, την Σαουδική Αραβία και την Τουρκία, δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν την εσωτερική διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών τους ή να επιβάλουν μια συνεκτική στρατηγική. Αυτά τα προβλήματα μεγεθύνθηκαν από την ιδιωτικοποίηση της ροής όπλων και χρήματος σε ανταρτικές ομάδες στις καθοριστικές ημέρες του τέλους του 2012 και στις αρχές του 2013, καθώς τα σαλαφιτικά δίκτυα στον Κόλπο διοχέτευαν χρήματα στις εξεγέρσεις. Αυτό δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερη ένταση και τράβηξε το κέντρο βάρους της εξεγέρσεως προς το τζιχαντιστικό μέρος του φάσματος. Καθώς ο πόλεμος παγιωνόταν, τα κράτη του Κόλπου και η Τουρκία μετατόπισαν την υποστήριξή τους σε όλο και πιο ριζοσπαστικές ισλαμιστικές συμμαχίες στην αναζήτησή τους για αποτελεσματικούς μαχητές. Το ISIS αναδύθηκε από αυτό το περιβάλλον, όχι ως πληρεξούσιο οποιουδήποτε κράτους, αλλά ως αντάρτικη δύναμη που ήταν καλά προσαρμοσμένη σε αυτό που είχε μετατραπεί η Συρία.

Μετά από χρόνια προσπαθειών ταυτόχρονα να οπλίσουν, να συγκρατήσουν και να διαμορφώσουν την αντιπολίτευση από απόσταση, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρενέβησαν τελικά στην Συρία για να πολεμήσουν όχι τον Assad, αλλά το ISIS. Αυτή η επέμβαση πέτυχε με τους δικούς της όρους, καταστρέφοντας το ISIS ως κρατική οντότητα τόσο στο Ιράκ όσο και στην Συρία. Ταυτόχρονα, η περιορισμένη εμβέλεια και εντολή της εκστρατείας εμπόδισε τις Ηνωμένες Πολιτείες να παγιδευτούν σε μια ευρύτερη σύγκρουση με τον Assad και την Ρωσία. Αλλά η πολυπλοκότητα της διαχείρισης ακόμη και αυτής της περιορισμένης επέμβασης κατά του ISIS αποδείχτηκε τρομακτική και δημιούργησε αθέλητες νέες δεσμεύσεις. Τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζονται από τις προσπάθειες των ΗΠΑ και της Ρωσίας να διαχειριστούν τον ανταγωνισμό τους στην Συρία. Εν τω μεταξύ, το καθεστώς που υποστηρίζεται από το Ιράν και την Ρωσία ανακαταλάμβανε αμείλικτα την επικράτειά του από την απότομα φθίνουσα, εξωτερικά υποστηριζόμενη εξέγερση.

Αλλά ακόμη και η κατάρρευση του ISIS και τα σημαντικά εδαφικά κέρδη του καθεστώτος Assad δεν έφεραν την σύγκρουση πιο κοντά σε μια κατάληξη. Το αποτυχημένο κράτος της Συρίας συνεχίζει να ασκεί μαγνητική έλξη σε άλλες χώρες της περιοχής. Η εκστρατεία κατά του ISIS, για παράδειγμα, οδήγησε τελικά σε μεγαλύτερη συμμετοχή της Τουρκίας. Το 2015, έχοντας απεγνωσμένη ανάγκη τοπικών πληρεξουσίων για την καταπολέμηση του ISIS, οι Ηνωμένες Πολιτείες τακτοποιήθηκαν με τις κυριαρχούμενες από Κούρδους Μονάδες Λαϊκής Προστασίας, ή το YPG, τις οποίες εξόπλισαν, μαζί με άλλες πολιτοφυλακές, που ήταν υπό την αιγίδα των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων ή SDF. Η επιτυχία αυτών των δυνάμεων προκάλεσε τουρκικούς φόβους για κουρδική αυτονόμηση, κάτι που το 2017 οδήγησε την Τουρκία να αναλάβει τις δικές της κλιμακούμενες στρατιωτικές παρεμβάσεις σε αρκετούς βασικούς τομείς της βόρειας Συρίας. Ταυτόχρονα, το Ισραήλ άρχισε να αυξάνει τις αεροπορικές επιθέσεις εναντίον των ιρανικών στόχων και στόχων κατά της Χεζμπολάχ σε όλη την Συρία. Τόσο η αντιπολίτευση προς το καθεστώς όσο και η εκστρατεία εναντίον του ISIS φαίνεται ότι τελικά φθίνουν, αλλά ο πόλεμος της Συρίας είναι πιο διεθνοποιημένος από ποτέ.

Παρόλο που η Συρία είναι η πιο κατακλυσμική περίπτωση, οι περιφερειακές δυνάμεις έχουν δημιουργήσει τεράστιες ανθρώπινες και πολιτικές βλάβες και αλλού, στην προσπάθειά τους για επιρροή και κύρος. Οι προσπάθειές τους έχουν αποσταθεροποιήσει ακόμη και χώρες που δεν εμπλέκονται σε εμφύλιο πόλεμο. Το χειρότερο παράδειγμα είναι η Αίγυπτος. Το 2013, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υποστήριξαν το στρατιωτικό πραξικόπημα του στρατηγού Abdel Fattah el-Sisi, το οποίο ανέτρεψε τον Mohamed Morsi, τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο που ήταν μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και υποστηριζόμενος από το Κατάρ. Ωστόσο, παρά τις δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια από τον Κόλπο, το βίαιο κατασταλτικό καθεστώς του Sisi δεν κατάφερε να αποκαταστήσει την κανονικότητα ή την σταθερότητα στην Αίγυπτο. Ακόμη και στην Τυνησία, η οποία υπήρξε σχετικά επιτυχημένη, ο ανταγωνισμός μεταξύ του Κατάρ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων κινητροδότησε την αστάθεια. Η μεγάλης κλίμακας εισροή ξένων μετρητών και η πολιτική στήριξη των τοπικών συμμάχων έχει μολύνει την δημοκρατική πολιτική της χώρας.

ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΠΑΝΤΟΥ