Ο υβριδικός πόλεμος του λοχία της βρετανικής αυτοκρατορίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο υβριδικός πόλεμος του λοχία της βρετανικής αυτοκρατορίας

Η ανάγκη αλλαγής παιδείας για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων μορφών πολέμου*

Όσο και να φαίνεται οξύμωρο, οι σημερινές προκλήσεις ασφαλείας δεν είναι κάτι το πραγματικά καινούριο. Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι οι διεθνείς σχέσεις και οι πολεμικές επιχειρήσεις, όπως τις έχει συνηθίσει η γενιά μας (βασισμένες στο δίπολο του Ψυχρού Πολέμου), ήταν μια βολικά απλουστευμένη εξαίρεση του ιστορικού κανόνα και απλά σήμερα ζούμε την επαναφορά στην «κανονικότητα». Παράλληλα, το υπάρχον θεωρητικό υπόβαθρο αντιμετώπισης του πολέμου δεν απαιτεί ριζική τροποποίηση. Τα αναφερθέντα Συστατικά του Πολέμου (Λαός – Στρατός – Κυβέρνηση) που έχουν κατηγορηθεί ως ξεπερασμένα, αποτελούν μια απλούστευση των αρχικά προτεινόμενων από τον ίδιο τον von Clausewitz, τα οποία είναι:

1. Το πρωτόγονο αίσθημα μίσους, βίας και εχθρότητας.
2. Η τυχαιότητα, εντός του πλαισίου της οποίας κινείται και δημιουργεί η ανθρώπινη διάνοια.
3. Η υποταγή στην Πολιτική, που καθιστά τον Πόλεμο υποκείμενο της λογικής.

Τα ανωτέρω δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη κρατικών δομών, ούτε οργανωμένης στρατιωτικής δύναμης και ως εκ τούτου μπορούν να εφαρμοσθούν και στο σημερινό περιβάλλον. Και αυτό δεν είναι περίεργο γιατί ο ίδιος ο von Clausewitz είχε λάβει υπόψη του την περίπτωση μορφών «Υβριδικού Πολέμου» [7].

Παράλληλα, στον αντίποδα της διοίκησης μέσω προτύπων «Management» αλλά και της λεγόμενης «Ρωσικής Σχολής» [8] (απαίτηση εκτέλεσης επακριβώς και μόνο των ανατιθέμενων εντολών), βρίσκεται η Auftragstaktik («Διοίκηση μέσω Αποστολής»). Ο όρος αυτός περιγράφει τον βασικό τρόπο διοίκησης του Γερμανικού Στρατού από το 1867 έως το 1945 και θεωρείται, από το σύνολο των αναλυτών, ως ο βασικός λόγος της εκπληκτικής απόδοσής του κατά το διάστημα αυτό.

Ο ορισμός που δίνεται και αξίζει να μελετηθεί, είναι: «Η Auftragstaktik είναι η βασική αρχή διοίκησης και ελέγχου. Εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και απαιτεί από τον κάθε στρατιώτη, πέραν της πιστής εκτέλεσης των καθηκόντων του και της προθυμίας για επίτευξη των τεθέντων στόχων, να είναι έτοιμος να αναλάβει ευθύνη, να συνεργαστεί και να δράσει ανεξάρτητα και εφευρετικά, για την επίτευξη της αποστολής. Ο Διοικητής ενημερώνει τον υφιστάμενο για την αποστολή, θέτει σαφείς και επιτεύξιμους στόχους καθώς και τα μέσα. (…) Ο Διοικητής παρέχει στον υφιστάμενο την ελευθερία να δράσει με τον τρόπο που επιθυμεί για την επίτευξη της αποστολής. Το τελευταίο είναι προϋπόθεση για την ανάληψη ταχείας και αποφασιστικής δράσης και προάγει το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης. Οι στρατιωτικοί ηγέτες εκπαιδεύονται για να εκμεταλλεύονται αυτή την ελευθερία. Η Auftragstaktik προϋποθέτει ότι το προϊστάμενο κλιμάκιο είναι διατεθειμένο να δεχθεί τα λάθη κατά την εκτέλεση μιας αποστολής. Τυχόν παρέμβαση όμως, λαμβάνει χώρα μόνο όταν κινδυνεύει άμεσα και σαφώς η επίτευξη της αποστολής» (Wittmann, 2012).

Από την εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου στον γερμανικό στρατό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε ότι οι Γερμανοί διοικητές ήταν περισσότερο πιθανό να κατηγορηθούν επειδή δεν έδρασαν σε μια ευκαιρία, παρά επειδή έδρασαν εσφαλμένα.

Επιστρέφοντας στην αρχή του παρόντος κειμένου και στην άποψη των Βρετανών ότι την αυτοκρατορία τους την χρωστούσαν στους «λοχίες» τους, έχουμε να παρατηρήσουμε το εξής: την εποχή της αποικιοκρατίας, οι Βρετανοί στρατιωτικοί, πολιτικοί αξιωματούχοι αλλά ακόμα και ιδιώτες έμποροι–επαγγελματίες, οι οποίοι δρούσαν στις βρετανικές αποικίες και τις εκάστοτε αποστολές ανά τον κόσμο, είχαν να αντιμετωπίσουν πολλές από τις προκλήσεις ασφαλείας που υπάρχουν και σήμερα (εχθρικός τοπικός πληθυσμός, επιθέσεις ατάκτων, διαφορετικές πολεμικές τακτικές, απουσία κεντρικής εξουσίας κλπ). Προς αντιμετώπιση αυτών προέβαιναν, με σημαντικό βαθμό αυτονομίας, σε:

1. Πολιτικές συμφωνίες με τοπικούς πολιτικούς παράγοντες.
2. Οικονομικές συμφωνίες με τοπικούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες (περιλαμβάνοντας από εμπορικές συμφωνίες έως δωροδοκίες).
3. Πολεμικές επιχειρήσεις (περιορισμένες ή μη), συχνά μέσω πρόσληψης τοπικών μισθοφόρων.
4. Συμμετοχή (συγκεκαλυμμένα ή μη) σε αλλαγές τοπικής πολιτικής ηγεσίας.
5. Προώθηση του ευρωπαϊκού–βρετανικού πολιτισμού, μέσω εξάπλωσης του Χριστιανισμού αλλά και της πεποίθησης της «ανωτερότητας» του βρετανικού τρόπου ζωής.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα Βρετανών οι οποίοι χρησιμοποίησαν όλα τα διατιθέμενα μέσα για την προώθηση των βρετανικών συμφερόντων ήταν ο Warren Hastings και ο στρατηγός Robert Clive, στους οποίους αποδίδεται και η εγκαθίδρυση της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία, ενώ κολοσσιαίας σημασίας ήταν και η δράση της διάσημης Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών. Η τελευταία καθοδηγείτο από οικονομικές προσωπικότητες του City του Λονδίνου και έφτασε έως το σημείο να διαθέτει ιδιωτικό στρατό και να εκδίδει δικό της νόμισμα (στην Ινδία). Αντίστοιχα, στην Αφρική τα βρετανικά συμφέροντα προωθήθηκαν σημαντικά από προσωπικότητες όπως ο επιχειρηματίας Cecil Rhodes, ο οποίος διακρινόταν για τις ισχυρές πεποιθήσεις του σχετικά με την εξάπλωση της βρετανικής επιρροής ανά τον κόσμο.

Τα ανωτέρω, λάμβαναν χώρα χωρίς να υπάρχει πάντοτε κάποιος κεντρικός σχεδιασμός ή έλεγχος από την βρετανική κυβέρνηση (λόγω προφανών περιορισμών απόστασης–επικοινωνιών) και κατά περίπτωση οι ανωτέρω ενέργειες δεν ήταν πάντα επιτυχημένες. Όλα, όμως, εξυπηρετούσαν έναν αντικειμενικό σκοπό ο οποίος ήταν σαφής και διέτρεχε το σύνολο της βρετανικής πολιτικής σκέψης αλλά και του ίδιου του βρετανικού πληθυσμού: την ισχυροποίηση της χώρας μέσω της διασφάλισης όσο το δυνατόν πιο διευρυμένων υπερπόντιων εμπορικών οδών και την απόκτηση / διατήρηση κατάλληλων βάσεων για την απρόσκοπτη δράση του βρετανικού Ναυτικού (και κατ’ επέκταση του βρετανικού στρατού).

Παρατηρούμε, λοιπόν, μια περίπτωση Auftragstaktik επί ενός ευρέως πολιτικο–στρατιωτικού πεδίου, καθώς περιλάμβανε: