Γιατί ο κόσμος νικήθηκε από την πανδημία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί ο κόσμος νικήθηκε από την πανδημία

Οι φόβοι για την πολιτική και την ασφάλεια κατέστρεψαν την συλλογική απάντηση

Δεν ήταν μόνο η προέλευση του ιού που πολιτικοποιήθηκε. Η απάντηση του ΠΟΥ ήταν επίσης πολιτικοποιημένη. Πριν από την πανδημία COVID-19, οι Ηνωμένες Πολιτείες σπάνια αμφισβητούσαν την αυξανόμενη μόχλευση της Κίνας επί του ΠΟΥ. Η Ουάσιγκτον μέχρι που υποστήριξε το Πεκίνο [7] για την εκλογή της Δρ. Margaret Chan, μιας Κινέζας του Χονγκ Κονγκ, ως γενικής διευθύντριας του ΠΟΥ το 2006. (Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν επίσης την επανεκλογή της το 2012, όταν ήταν η μόνη υποψήφια). Όμως, καθώς η διεθνής απάντηση στην COVID-19 έγινε συνυφασμένη με την εγχώρια πολιτική, ο Τραμπ -πρόθυμος να βρει έναν αποδιοπομπαίο τράγο για την δική του κακοδιαχείριση της πανδημίας- κατηγόρησε τον ΠΟΥ ότι χειραγωγείται από την Κίνα, παρά την έλλειψη ισχυρών στοιχείων. Σε απάντηση, η κινεζική κυβέρνηση κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «επιδιώκουν να δυσφημίσουν την Κίνα παρακάμπτοντας τις δικές τους ευθύνες».

Οι εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών όχι μόνο υπονόμευσαν την ικανότητα του ΠΟΥ να διεξάγει μια ανεξάρτητη, διαφανή και εμπεριστατωμένη έρευνα για το πώς ξεκίνησε η πανδημία -ο οργανισμός δεν έχει ακόμη διεξαγάγει επαρκή έρευνα- αλλά εμπόδισε την ικανότητά του να κάνει τις χώρες να δράσουν γρήγορα και ενωμένες να σταματήσουν την εξάπλωση του ιού. Οι εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας παρέλυσαν επίσης το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο απέτυχε να εκδώσει ένα ισχυρό ψήφισμα [8] για να κινητοποιήσει τις υπηρεσίες του ΟΗΕ προς την καταπολέμηση της COVID-19 ή για να δημιουργήσει ένα επικουρικό όργανο για τον συντονισμό των διεθνών προσπαθειών περιορισμού της πανδημίας.

Καθώς ο ρητορικός πόλεμος μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον εντατικοποιήθηκε, ο εθνικισμός ρίζωσε. Το δημόσιο αίσθημα στις Ηνωμένες σκλήρυνε ενάντια στην Κίνα Πολιτείες και ο αντι-αμερικανισμός εξαπλώθηκε στην Κίνα. Και οι δύο χώρες χαρακτήρισαν την απάντηση στην πανδημία ως μάχη μεταξύ ανταγωνιστικών πολιτικών μοντέλων. Για το Πεκίνο, η ικανότητα της Κίνας να συγκρατήσει γρήγορα την ασθένεια ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες βγήκε εκτός ελέγχου έδειξε την αποτυχία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την ανωτερότητα ενός αυταρχικού συστήματος στο οποίο το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) έχει το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας. Για την Ουάσινγκτον, το ίδιο το γεγονός της πανδημίας μαρτυρά την αποτυχία του ΚΚΚ να προσφέρει χρηστή διακυβέρνηση στον λαό του και στον κόσμο. Η υπόσχεση του Μπάιντεν να πραγματοποιήσει μια σύνοδο κορυφής για τις δημοκρατίες [9] ώστε να αντιμετωπίσουν την COVID-19 ρισκάρει να ενισχύσει αυτό το διχαστικό αφήγημα, χωρίζοντας τον κόσμο σε δύο πολιτικά στρατόπεδα ενόψει μιας κοινής παγκόσμιας πρόκλησης.

ΜΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Εξίσου επιζήμια με την πολιτικοποίηση της πανδημίας ήταν η τάση των εθνών σε όλο τον κόσμο να χαρακτηρίζουν την κρίση ως κρίση εθνικής ασφάλειας. Σε αντίθεση με τις περισσότερες προηγούμενες επιδημίες, η COVID-19 έχει θεωρηθεί υπαρξιακή απειλή από σχεδόν κάθε χώρα –κάτι που με την σειρά του δικαιολογεί αντιδράσεις που δεν δεσμεύονται από τις κανονικές πολιτικές διαδικασίες. Κυβερνήσεις παγκοσμίως έχουν εφαρμόσει δραστικά μέτρα, όπως η σφράγιση ολόκληρων πόλεων και γειτονιών, η επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας και ταξιδιωτικών απαγορεύσεων, η κήρυξη καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, και η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τραμπ επικαλέστηκε [10] τον νόμο Αμυντικής Παραγωγής (Defense Production Act) για να υποστηρίξει την απάντησή του στην COVID-19 και διόρισε [11] έναν στρατηγό τεσσάρων αστέρων ως εκτελεστικό αρχηγό της Επιχείρησης Warp Speed, την εμβολιαστική προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Όχι μόνο αυτός ο πολεμικός βηματισμός έχει απαλλάξει τις χώρες από την ηθική υποχρέωση να βοηθούν άλλες˙ έχει κάνει σημαντικές ιατρικές προμήθειες –συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού ατομικής προστασίας (personal protective equipment, PPE) και δραστικών φαρμακευτικών συστατικών- πολύ πιο πολύτιμες και δύσκολο να αποκτηθούν από όσο πριν.

Καθοδηγούμενες από την αρχή της ιδιοτέλειας, οι χώρες έσπευσαν να θεσπίσουν ταξιδιωτικούς περιορισμούς και προστατευτικά μέτρα, ενώ πλειοδοτούσαν η μία εναντίον της άλλης για αναπνευστήρες και χειρουργικές μάσκες. Η διεθνής συνεργασία στον τομέα της υγείας, στον βαθμό που εξακολουθούσε να υφίσταται, έγινε θέμα στενού εθνικού συμφέροντος. Η Κίνα αρνήθηκε [12] την προσφορά των Κέντρων Ελέγχου Νόσων των ΗΠΑ (U.S. Centers for Disease Control) να στείλουν επιδημιολόγους στην χώρα νωρίς στην έξαρση, και η Ουάσινγκτον αργότερα μείωσε σημαντικά την συνεργασία με το Πεκίνο στον τομέα της δημόσιας υγείας με την αιτιολογία ότι η Κίνα καταχράται διεθνείς συμφωνίες υγείας για να ενισχύσει την επιρροή της στο εξωτερικό. Αυτές οι ίδιες δυναμικές προκάλεσαν σύντομα τον εμβολιαστικό εθνικισμό [13], ο οποίος ενθάρρυνε τα πλούσια έθνη να συνάψουν ξεχωριστές συμφωνίες με μεγάλους κατασκευαστές εμβολίων για να εξασφαλίσουν πρόσβαση [σε αυτά] κατά προτεραιότητα. Μερικές παρήγγειλαν πολύ περισσότερες δόσεις εμβολίων από όσες χρειάζονταν. Για παράδειγμα, ο Καναδάς φέρεται να δέσμευσε μεταξύ πέντε [14] και δέκα δόσεων ανά πολίτη [15].

Μια κινητοποιημένη από την πανδημία μετατόπιση της ισορροπίας ισχύος μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών ενίσχυσε τα εθνικιστικά συναισθήματα. Ως η πρώτη που υπέστη μια έξαρση, η Κίνα είναι επίσης η πρώτη που σε μεγάλο βαθμό ανακάμπτει. Η οικονομία της σημείωσε ανάπτυξη 2,3% [16] το 2020, σε σύγκριση με αρνητική ανάπτυξη 3,5% στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το χάσμα του ΑΕΠ μεταξύ των δύο χωρών θα συνεχίσει να συρρικνώνεται, αυξάνοντας πιθανώς τον φόβο της Ουάσιγκτον ότι η Κίνα θα μπορούσε να την εκτοπίσει ως κορυφαία δύναμη στον κόσμο. Και όσο και οι δύο χώρες βλέπουν την πανδημική αντίδραση μέσω του πρίσματος της ασφάλειας και του ανταγωνισμού, θα δώσουν προτεραιότητα στα σχετικά κέρδη ισχύος έναντι των απόλυτων [κερδών] από την συνεργασία στον τομέα της δημόσιας υγείας.

ΕΝΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΓΑΘΟ