Γιατί η Κίνα θέλει περισσότερα και καλύτερα πυρηνικά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Κίνα θέλει περισσότερα και καλύτερα πυρηνικά

Πώς η πυρηνική συσσώρευση του Πεκίνου απειλεί την σταθερότητα

Η Κίνα επιδιώκει να οικοδομήσει μια συμβατική δύναμη ικανή να καθιερώσει προσωρινή στρατιωτική υπεροχή έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και για μια επαρκή χρονική περίοδο για την επίτευξη των στρατιωτικών και πολιτικών της στόχων. Αν και η κύρια εστίαση των φιλοδοξιών της Κίνας είναι η Ταϊβάν [8], η ίδια αρχή ισχύει και για άλλες αμφισβητούμενες περιοχές στις Θάλασσες της Ανατολικής και της Νότιας Κίνας που ίσως προκαλέσουν ένοπλη επέμβαση των ΗΠΑ: η Κίνα επιδιώκει να οικοδομήσει την ικανότητα να διεξάγει επιτυχώς έναν σύντομο, αιχμηρό, συμβατικό πόλεμο. Αυτού του είδους η εκστρατεία θα καταλάμβανε γρήγορα στόχους, δημιουργώντας ένα τετελεσμένο γεγονός που θα ανάγκαζε τον στρατό των ΗΠΑ να εκδιώξει στην συνέχεια τις κινεζικές δυνάμεις από την κατεχόμενη περιοχή με μια μάχη που θα στοίχιζε ακριβά.

Τα συμβατικά στρατιωτικά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ βαίνουν μειούμενα εδώ και χρόνια λόγω της βελτιωμένης εμβέλειας και των ικανοτήτων των δυνάμεων της Κίνας, αλλά οι Κινέζοι σχεδιαστές στρατηγικής ανησυχούν ότι σε ακραίες περιπτώσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να καταφύγουν σε πυρηνικές απειλές για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Όπως εξηγήθηκε από το Πεντάγωνο το 2019 [9], «υπάρχουν επιχειρησιακά σενάρια στα οποία οι ΗΠΑ θα εξέταζαν την πρώτη [πυρηνική] χρήση». Αυτό σημαίνει ότι παρόλο που η πιθανότητα για μια συμβατική στρατιωτική νίκη της Κίνας έχει αυξηθεί, η αποτροπή των ΗΠΑ έχει επικρατήσει εν μέρει επειδή το Πεκίνο γνωρίζει ότι οι πιθανότητες να επικρατήσει σε μια κρίση που θα κλιμακωθεί σε πυρηνικές διαπραγματεύσεις είναι χαμηλές, επειδή οι πυρηνικές δυνάμεις της Κίνας είναι απλώς πολύ μικρές και ευάλωτες.

Οι πυρηνικές βελτιώσεις της Κίνας φαίνεται να στοχεύουν στον περιορισμό αυτών των μειονεκτημάτων. Περιορίζοντας την ευπάθεια και αυξάνοντας τον αριθμό των πυρηνικών τους δυνάμεων, οι Κινέζοι σχεδιαστές στρατηγικής μπορεί να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ότι ο κινεζικός στρατός μπορεί να αμφισβητήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τους συμμάχους τους συμβατικά, με ελάχιστο φόβο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα καταφύγουν σε πυρηνική κλιμάκωση.

Ένα περιβάλλον που είναι πιο ευνοϊκό για συμβατική στρατιωτική επιθετικότητα από την Κίνα θα έχει βαθιές επιπτώσεις για τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό. Αν και η Ταϊβάν [10] θα επηρεασθεί πιο άμεσα από αυτή την δυναμική, η αυξημένη δυνατότητα για κινεζικό τυχοδιωκτισμό θα είναι επίσης βαθιά ανησυχητική για την Ιαπωνία και αρκετές χώρες στη Νοτιοανατολική Ασία που αμφισβητούν τους ισχυρισμούς της Κίνας για κυριαρχία σε μεγάλο μέρος της Θάλασσας της Νότιας Κίνας. Αν δεν αντιμετωπισθούν, αυτές οι δυναμικές θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ να φοβηθούν ότι η Κίνα θα μπορούσε να καταλάβει με επιτυχία ένα αμφισβητούμενο νησί ή την ίδια την Ταϊβάν και να αποτρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να απαντήσουν αποτελεσματικά. Ενώ το Πεκίνο σίγουρα θα προτιμούσε αυτές οι χώρες να αντιδράσουν σε αυτές τις εξελίξεις δεχόμενες τα συμφέροντα του Πεκίνου και αποστασιοποιούμενες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι περισσότεροι σύμμαχοι και εταίροι των ΗΠΑ έχουν κάνει το αντίθετο: η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Ταϊβάν και αρκετές χώρες σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία έχουν εμβαθύνει τις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία χρόνια.

Αρκετοί σύμμαχοι και εταίροι των ΗΠΑ έχουν επίσης αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις στις δικές τους συμβατικές στρατιωτικές ικανότητες για να δείξουν στην Ουάσιγκτον ότι θα συνεισφέρουν ουσιαστικά στην αυτοάμυνά τους και για να λειτουργήσουν ως αντιστάθμισμα έναντι της πιθανότητας εγκατάλειψης από τις ΗΠΑ. Η Αυστραλία αύξησε τον αμυντικό προϋπολογισμό της για το 2021 κατά περισσότερο από 6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος σε σχεδόν 33 δισεκατομμύρια δολάρια, μόλις ένα χρόνο μετά την Στρατηγική Αμυντική Επικαιροποίηση (Defense Strategic Update) [11] που σημείωσε ότι «μόνο οι πυρηνικές και συμβατικές ικανότητες των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούν να προσφέρουν αποτελεσματική αποτροπή ενάντια στην πιθανότητα πυρηνικών απειλών κατά της Αυστραλίας». Ωστόσο, αυτό το ίδιο έγγραφο καλούσε επίσης την Αμυντική Δύναμη της Αυστραλίας (Australian Defense Force) να «αυξήσει την αυτοδύναμη ικανότητά της να παράγει αποτρεπτικά αποτελέσματα» —με ορισμένους Αυστραλούς μελετητές να εκτιμούν [12] ότι η Καμπέρα αντανακλούσε ανησυχίες για «την ευρύτερη ανθεκτικότητα του συστήματος συμμαχίας των ΗΠΑ γενικότερα , και την φθίνουσα αξιοπιστία της εκτεταμένης πυρηνικής αποτροπής των ΗΠΑ ειδικότερα».

Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας, ομοίως, έχει ζητήσει έναν αμυντικό προϋπολογισμό-ρεκόρ ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με την πιο πρόσφατη Λευκή Βίβλο για την Άμυνα (Defense White Paper) [13] να εκτιμά ότι «η αβεβαιότητα σχετικά με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αυξάνεται». «Στρατιωτικές δυνάμεις υψηλής ποιότητας και ποσότητας είναι συγκεντρωμένες γύρω από την Ιαπωνία», σημείωσε, και «η Κίνα συνεχίζει και ενισχύει τις μονομερείς προσπάθειές της να αλλάξει το status quo με εξαναγκασμό κοντά στα νησιά Σενκάκου [που αξιώνει η Κίνα]», μια ομάδα ακατοίκητων νησιών στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας γνωστά στην Κίνα ως νησιά Ντιαογού. Αυτό αντανακλά βαθιές ανησυχίες στο Τόκιο σχετικά με το ενδεχόμενο κινεζικής επιθετικότητας και αποτελεί σημαντική στροφή για μια χώρα με ειρηνιστικό σύνταγμα που για δεκαετίες αισθάνεται σχετικά άνετα να βασίζεται στις εκτεταμένες δεσμεύσεις αποτροπής των ΗΠΑ.

Η Ταϊβάν ανακοίνωσε επίσης σχέδια να αυξήσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό σε σχεδόν 26 δισεκατομμύρια δολάρια για το 2022, μια αξιοσημείωτη αύξηση από τα 10,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2018, με το υπουργείο Άμυνας της να δηλώνει: «Μπροστά στις σοβαρές απειλές από τον εχθρό, ο στρατός του έθνους αφοσιώνεται ενεργά στην στρατιωτική οικοδόμηση και τις προπαρασκευαστικές εργασίες, και είναι επείγον να αποκτηθούν ώριμα και ταχεία όπλα και εξοπλισμός μαζικής παραγωγής σε σύντομο χρονικό διάστημα».