Ο ενεργειακός «άξονας» Ρωσίας-Γερμανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ενεργειακός «άξονας» Ρωσίας-Γερμανίας

Μισός αιώνας στρατηγικής σχέσης*

Οποιοσδήποτε αντικειμενικός παρατηρητής -και παρά τις κατά καιρούς ενστάσεις, διαμαρτυρίες, αντιδράσεις ή ακόμη και κυρώσεις τρίτων- δε μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι ο ρωσογερμανικός ενεργειακός «άξονας» δομήθηκε εδώ και 55 έτη (ουσιαστικά από την υποβολή της Έκθεσης Σλίκερ προς τον Μπραντ το 1966) πάνω σε μια εντυπωσιακή σύμπτωση συμφερόντων των δύο μερών. Τα όρια γεωπολιτικής και γεωοικονομίας είναι μάλλον ρευστά, αλλά ένα είναι απολύτως βέβαιο: τιτάνιες δυνάμεις, τόσο από τον χώρο των επιχειρήσεων, όσο και από εκείνον των πολιτικών ελίτ, εργάστηκαν σκληρά προκειμένου να οικοδομηθεί, να μεγαλώσει, και να μακροημερεύσει αυτή η σχέση, επιβιώνοντας ακόμη και ανάμεσα στις πιο επικίνδυνες συμπληγάδες του Ψυχρού Πολέμου. Το εάν θα «ξεφουσκώσει» στο μέλλον -από άλλους παράγοντες και όχι επειδή το απαιτούν τρίτοι- θα το εξετάσουμε (εν συντομία) παρακάτω, στο τελευταίο μέρος της ανάλυσης.

Η πώληση πρώην σοβιετικού και νυν ρωσικού αερίου στη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Δ. Ευρώπης θεωρείται αμοιβαίως επωφελής («win-win») εκατέρωθεν και, επομένως, δύσκολα θα μεταβληθεί λόγω της βούλησης των ίδιων των μερών. Συνοψίζοντας, λοιπόν, τα οφέλη, η μεν Γερμανία αποκόμισε άφθονη, οικονομική, και σχετικά καθαρή ενέργεια για δεκαετίες, καθώς και, για ένα μικρότερο διάστημα, έσοδα και θέσεις εργασίας για την χαλυβουργία της. Η δε ΕΣΣΔ και πλέον η Ρωσία, απέκτησε ξένο συνάλλαγμα και ατσαλοσωλήνες υψηλής ποιότητας, υπέρτερους από τους δικούς της (τους οποίους χρησιμοποίησε πρωτίστως για το εσωτερικό δίκτυο). Δεν επρόκειτο απλά για εμπορική, αλλά και για τεχνολογική συνεργασία. Οι υψηλές τιμές στις οποίες πουλάει η Ρωσία στην Γερμανία (αλλά και γενικά στην Δ. Ευρώπη) της επιτρέπουν να διατηρεί χαμηλές τιμές στο εσωτερικό, όπου η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού παραμένει, κατά κανόνα, εξαιρετικά χαμηλή. Είναι, επομένως, κοινωνικής -και όχι μόνο οικονομικής- σημασίας οι εξαγωγές αερίου για την «Αρκούδα» (socioeconomic value). Να σημειωθεί, επίσης, ότι οι Γερμανοί πλήρωναν πάντα το «κόκκινο» αέριο σε τιμές αγοράς, ανάλογες λίγο-πολύ με της υπόλοιπης Δ. Ευρώπης, επομένως δεν υπάρχει καμία απολύτως «πολιτική» διάσταση στην τιμολόγηση εκ μέρους των Ρώσων, πλην μιας μικρής έκπτωσης η οποία πάντα δινόταν στους μεγάλους πελάτες.

13022022-4.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, χαρίζει λουλούδια στην Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, κατά την συνάντησή τους στο Κρεμλίνο, στη Μόσχα, στις 20 Αυγούστου 2021. Sputnik/Kremlin via REUTERS
---------------------------------------------------------

Πρόκειται, τελικά, για μια στην ουσία της αγοραία συναλλακτική σχέση (market-based approach) η οποία αφορά το φυσικό αέριο ως βασικό αγαθό (commodity): αυτό συμβολαιοποιείται στην «τιμή ισορροπίας» της διεθνούς αγοράς, όσο κι αν στο φυσικό αέριο δεν υπάρχει -ακόμη- μια μόνο ενιαία και παγκόσμια τιμή, όπως υπάρχει στο πετρέλαιο. Επιπλέον, ενώ τα αρχικά συμβόλαια εισαγωγής της Γερμανίας από την ΕΣΣΔ ήταν μακροχρόνια, εδώ και χρόνια παρατηρείται στροφή σε πιο ευέλικτα και βραχυχρόνια, ούτως ώστε να έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα προσαρμογής στο ύψος της ζήτησης. Γενικά, όπως πολύ ορθώς επισημαίνει η διαπρεπής ενεργειακή αναλύτρια Κίρστεν Βέστφαλ, Γερμανίδα η ίδια, σήμερα ζούμε σε μια εποχή όπου την βαρύνουσα δύναμη την έχουν οι αγοραστές (a buyers’ market), εξ ου και η συγκεκριμένη ενεργειακή συμμαχία «έχει λιώσει στο εταιρικό επίπεδο» (“melted down to the company level”) [18].

Ας μην είμαστε αφελείς: τα εθνικά συμφέροντα, όπως τα αντιλαμβάνονται τα ίδια τα κράτη και οι εμπλεκόμενοι «μέτοχοι» ή shareholders στην λήψη αποφάσεων (π.χ. οι μεγάλες εταιρείες), καθορίζουν τις διεθνείς σχέσεις. Αυτά, λοιπόν, στο υπό εξέταση εμπόριο φυσικού αερίου νοούνται ως ομόρροπα και συμπληρωματικά και από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, ασχέτως του τι λένε τρίτοι. Δεν μπορούμε να υποδείξουμε στην Γερμανία -ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα- από ποιον θα εισάγει ενέργεια προκειμένου να διατηρεί την οικονομία της ανταγωνιστική. Ως μείζων βιομηχανική δύναμη είχε ανέκαθεν ανάγκη από άφθονη και χαμηλού κόστους ενέργεια, πολύ περισσότερη από αυτή που παρήγαγε η ίδια. Ήταν θέμα χρόνου, επομένως, ακόμη και στο απόγειο του «Ψυχρού Πολέμου» (την ίδια ακριβώς στιγμή που ο ίδιος ο Μπρέζνιεφ την εγκαλούσε δημόσια για ιμπεριαλισμό και για υπονόμευση της ειρήνης στην Ευρώπη), να στραφεί σε εκείνη την χώρα που παράγει πακτωλούς ενέργειας και βρίσκεται και σε μια σχετική γεωγραφική εγγύτητα. Η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας στον δευτερογενή τομέα της μεταποίησης, εξ ορισμού ενεργοβόρο (“energy-intensive”), αποτελεί διαχρονικό μέλημα των γερμανικών ελίτ και κινητήρια δύναμη της διεθνούς ενεργειακής πολιτικής της χώρας. Σημειωτέον ότι, ειδικά στην Γερμανία, η βιομηχανία είναι ο σημαντικότερος κλάδος κατανάλωσης φυσικού αερίου (με μερίδιο 38% επί της συνολικής κατανάλωσης το 2018) και ακολουθούν η θέρμανση των νοικοκυριών (30%), η παραγωγή ηλεκτρισμού (13%), το εμπόριο-υπηρεσίες (12%) και, τέλος, η θέρμανση δημόσιων χώρων (8%).