Αναλογιζόμενοι το αδιανόητο στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αναλογιζόμενοι το αδιανόητο στην Ουκρανία

Τι θα συμβεί εάν ο Πούτιν χρησιμοποιήσει πυρηνικά;

Καθώς το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει την πιθανότητα να χρησιμοποιήσει η Ρωσία πυρηνικά όπλα, το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντήσει είναι εάν αυτό το ενδεχόμενο θα πρέπει να αποτελέσει μια πραγματική κόκκινη γραμμή για την Δύση. Με άλλα λόγια, μια ρωσική πυρηνική επίθεση θα πυροδοτούσε τη μετατόπιση του ΝΑΤΟ, από τον απλό εφοδιασμό της Ουκρανίας στην άμεση εμπλοκή του στην ίδια τη μάχη; Μια ρωσική λογική για την χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων θα ήταν τόσο για να τρομάξει το ΝΑΤΟ ώστε να απομακρυνθεί από το να διασχίσει ετούτη την γραμμή όσο και για να καταναγκάσει την Ουκρανία να παραδοθεί. Εάν λίγα ρωσικά πυρηνικά όπλα δεν προκαλέσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε άμεση μάχη, η Μόσχα θα έχει το πράσινο φως να χρησιμοποιήσει ακόμη περισσότερα τέτοια όπλα και να συντρίψει γρήγορα την Ουκρανία.

Εάν η πρόκληση που τώρα είναι μόνο υποθετική όντως φτάσει, η είσοδος σε έναν πυρηνικοποιημένο πόλεμο θα μπορούσε εύκολα να δώσει στους Αμερικανούς την εντύπωση ενός πειράματος που δεν θα θέλουν να εκτελέσουν. Για αυτόν τον λόγο, υπάρχει μια πολύ πραγματική πιθανότητα ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα καταλήξουν στην πιο αδύναμη επιλογή: να παραληρούν για την αδιανόητη βαρβαρότητα της ρωσικής δράσης και να εφαρμόσουν όποιες αχρησιμοποίητες οικονομικές κυρώσεις είναι ακόμη διαθέσιμες, αλλά να μην κάνουν τίποτα στρατιωτικά. Αυτό θα σηματοδοτούσε ότι η Μόσχα έχει πλήρη ελευθερία δράσης στρατιωτικά, συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω χρήσης πυρηνικών όπλων για την εξάλειψη της ουκρανικής άμυνας, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ρωσική νίκη. Εκ των προτέρων, όσο επαίσχυντη και αν ακούγεται στα γεράκια η υποταγή, αν έρθει όντως αυτή η ώρα, θα έχει έντονη απήχηση στους Αμερικανούς, διότι θα απέφευγε τον απόλυτο κίνδυνο της εθνικής αυτοκτονίας.

Αυτή η άμεση απήχηση πρέπει να εξισορροπηθεί από τους πιο μακροπρόθεσμους κινδύνους που θα αυξάνονταν ραγδαία από τον καθορισμό του ιστορικού προηγούμενου ότι η έναρξη μιας πυρηνικής επίθεσης αποδίδει καρπούς. Εάν η Δύση δεν πρόκειται να υποχωρήσει -ή, το πιο σημαντικό, εάν θέλει να αποτρέψει εξαρχής τον Πούτιν από τον πυρηνικό ελιγμό- οι κυβερνήσεις πρέπει να υποδείξουν όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστα ότι η ρωσική πυρηνική χρήση θα προκαλούσε το ΝΑΤΟ, δεν θα το εκφόβιζε.

Εάν το ΝΑΤΟ αποφασίσει ότι θα αντεπιτίθετο για λογαριασμό της Ουκρανίας, τότε θα προκύψουν περισσότερα ερωτήματα: εάν θα εκτοξεύσει επίσης πυρηνικά όπλα και, εάν ναι, πώς. Η πιο διαδεδομένη αντίληψη είναι μια πυρηνική αντεπίθεση τύπου «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» που θα καταστρέψει ρωσικούς στόχους, συγκρίσιμους με αυτούς που είχε χτυπήσει η αρχική ρωσική επίθεση. Αυτή είναι η επιλογή που προκύπτει διαισθητικά, αλλά δεν είναι ελκυστική διότι θα προκαλέσει ανταλλαγές σε αργή κίνηση, με τις οποίες καμία από τις δύο πλευρές δεν θα υποχωρήσει και τελικά αμφότερες θα καταλήξουν κατεστραμμένες.

Εναλλακτικά, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να απαντήσει με πυρηνικά χτυπήματα σε μεγαλύτερη κλίμακα από αυτά της ρωσικής πρώτης χρήσης, απειλώντας με δυσανάλογες απώλειες τη Μόσχα εάν αυτή επιχειρήσει περαιτέρω περιορισμένες πυρηνικές επιθέσεις. Υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτήν την πιο βαριά επιλογή. Πρώτον, εάν χρησιμοποιηθούν εναντίον των ρωσικών δυνάμεων [που βρίσκονται] εντός της Ουκρανίας, τα πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ θα προκαλούσαν παράπλευρες βλάβες στους δικούς τους προστατευόμενους. Αυτό δεν είναι ένα νέο πρόβλημα. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι στρατηγιστές που επέκριναν την επιλογή του να βασίζεται κάποιος σε τακτικά πυρηνικά όπλα για την αντιμετώπιση των σοβιετικών δυνάμεων εισβολής σχολίαζαν: «Στη Γερμανία, οι πόλεις απέχουν μόνο δύο κιλοτόνους μεταξύ τους». Η χρήση, αντίθετα, πυρηνικών όπλων εναντίον στόχων εντός της Ρωσίας θα ενέτεινε τον κίνδυνο πυροδότησης ενός πολέμου χωρίς όρια.

Ένα δεύτερο πρόβλημα με τις «μπρος και πίσω» βολές τακτικών πυρηνικών είναι ότι η Ρωσία θα είχε το πλεονέκτημα διότι διαθέτει περισσότερα τακτικά πυρηνικά όπλα από όσα οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η ασυμμετρία θα απαιτούσε από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να καταφύγουν συντομότερα στις αποκαλούμενες στρατηγικές δυνάμεις (διηπειρωτικούς πυραύλους ή βομβαρδιστικά) για να διατηρήσουν το πάνω χέρι. Αυτό, με την σειρά του, θα διακινδύνευε να εξαπολύσει την ολοκληρωτική αμοιβαία καταστροφή των πατρίδων των μεγάλων δυνάμεων. Έτσι, τόσο οι «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» όσο και οι δυσανάλογες επιλογές αντιποίνων ενέχουν τρομακτικά υψηλούς κινδύνους.

Μια λιγότερο επικίνδυνη επιλογή θα ήταν η απάντηση σε μια πυρηνική επίθεση με την έναρξη μιας αεροπορικής εκστρατείας μόνο με συμβατικό οπλισμό εναντίον ρωσικών στρατιωτικών στόχων, και με την κινητοποίηση χερσαίων δυνάμεων για δυνητική ανάπτυξη στη μάχη στην Ουκρανία. Αυτό θα συνδυαζόταν με δύο ισχυρές δημόσιες δηλώσεις. Πρώτον, για να απαλύνουν τις απόψεις ότι αυτή η επιλογή χαμηλού επιπέδου είναι αδύναμη, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής του ΝΑΤΟ θα τόνιζαν ότι η σύγχρονη τεχνολογία ακριβείας καθιστά τα τακτικά πυρηνικά όπλα περιττά για αποτελεσματικά πλήγματα στόχων που θεωρούνταν κάποτε ευάλωτοι μόνο σε τυφλά όπλα μαζικής καταστροφής. Αυτό θα περιέγραφε την καταφυγή της Ρωσίας σε πυρηνικά χτυπήματα ως περαιτέρω απόδειξη όχι μόνο της βαρβαρότητάς της, αλλά και της στρατιωτικής της οπισθοδρόμησης. Η απευθείας είσοδος στον πόλεμο σε συμβατικό επίπεδο δεν θα εξουδετέρωνε τον πανικό στη Δύση. Αλλά αυτό θα σήμαινε ότι η Ρωσία θα βρισκόταν αντιμέτωπη με την προοπτική μάχης εναντίον ενός ΝΑΤΟ που θα ήταν σημαντικά ανώτερο σε μη πυρηνικές δυνάμεις, θα υποστηριζόταν από πυρηνική ικανότητα για αντίποινα, και θα ήταν λιγότερο πιθανό να δείξει αυτοσυγκράτηση εάν η Ρωσία έστρεφε τα πυρηνικά της χτυπήματα εναντίον των [δυνάμεων] των ΗΠΑ αντί των δυνάμεων της Ουκρανίας . Το δεύτερο σημαντικό μήνυμα που πρέπει να τονιστεί θα ήταν ότι οποιαδήποτε επακόλουθη ρωσική πυρηνική χρήση θα πυροδοτούσε αμερικανικά πυρηνικά αντίποινα.