Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας

Η τιθάσευση των ασταθών αγορών πετρελαίου προϋποθέτει μια νέου είδους κυβερνητική παρέμβαση

Παρά αυτή την όλο και μεγαλύτερη αστάθεια, η ζήτηση για πετρέλαιο αυξήθηκε απότομα μεταξύ του 1990 και του 2008, ωθούμενη σε μεγάλο βαθμό από την διευρυνόμενη οικονομική ανάπτυξη στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδίως στην Κίνα, όπου η ζήτηση αυξήθηκε από τα 4,1 εκατομμύρια bpd το 1999 στα 13,5 εκατομμύρια bpd το 2018. Ως αποτέλεσμα, οι επενδύσεις στις υποδομές πετρελαίου σημείωσαν άνθηση και το 2008, οι τιμές εκτινάχθηκαν πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά στην ιστορία. Μολονότι η χρηματοοικονομική κρίση και η ύφεση του 2008-9 προκάλεσαν πτώση των τιμών, αυτές ανέκαμψαν γρήγορα, και το 2011 αυξήθηκαν στα 110 δολάρια το βαρέλι. Οι τιμές παρέμειναν στα ή κοντά στα 100 δολάρια τα επόμενα τρία χρόνια.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΡΑΧ

Το 2014, η αγορά πετρελαίου βίωσε ακόμη ένα κραχ, καταρρέοντας από τα 140 δολάρια στα 50 δολάρια το βαρέλι σε περίπου ένα χρόνο. Οι λόγοι της πτώσης φαίνονταν ξεκάθαροι: καθώς η ζήτηση στην Κίνα [10] και αλλού επιβραδύνθηκε για πρώτη φορά σε μια δεκαετία, οι νέες προμήθειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που διευκολύνθηκαν από τις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως η υδραυλική ρωγμάτωση, ή «fracking», προκάλεσαν κορεσμό στην αγορά. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, οι τιμές του πετρελαίου παρέμειναν χαμηλές, συμβάλλοντας στην τόνωση μιας παρατεταμένης περιόδου επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς η φθηνή ενέργεια οδήγησε σε ταχεία ανάπτυξη και βοήθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη να επιταχύνουν την ανάκαμψή τους από την οικονομική κρίση.

Ωστόσο, αυτή η πτώση των τιμών του πετρελαίου είχε αρκετές σοβαρές και μακροχρόνιες συνέπειες. Πρώτον, δημιούργησε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας στην βιομηχανία πετρελαίου, η οποία έχασε δισεκατομμύρια όταν η άνθηση μετατράπηκε σε φιάσκο. Μολονότι τα αποθέματα πετρελαίου ανέκαμψαν, οι κεφαλαιουχικές δαπάνες των μεγάλων εταιρειών παρέμειναν υποτονικές. Αυτή η επιβράδυνση προήλθε από μια δεύτερη συνέπεια των κραδασμών: τους αυξανόμενους φόβους μεταξύ των στελεχών του [κλάδου του] πετρελαίου ότι η ζήτηση ήταν πιθανό να μειωθεί μακροπρόθεσμα. Μετά την Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα (Paris Climate Accord) [11] του 2015, τα περισσότερα έθνη συμφώνησαν να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα. Η πίεση από τους επενδυτές και το κοινό υποχρέωσε τις περισσότερες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου να αναλάβουν παρόμοιες δεσμεύσεις. Οι εταιρείες ενέργειας και οι σύμβουλοι άρχισαν να εικάζουν ότι η παγκόσμια οικονομία θα έφτανε την «κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου» κάποια στιγμή την επόμενη δεκαετία, καθώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα ηλεκτρικά οχήματα θα μείωναν την ανάγκη για ορυκτά καύσιμα.

Τέλος, οι κραδασμοί του 2014 προκάλεσαν ή ήταν σύμφωνες με την συνολική μείωση της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου. Η κατάρρευση των τιμών δημιούργησε πολιτικό και οικονομικό χάος στην Βενεζουέλα, και η παραγωγή της χώρας μειώθηκε από τα δύο εκατομμύρια bpd στα 400.000 bpd μεταξύ του 2016 και του 2020. Το 2018, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν εκ νέου κυρώσεις στις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν, σε μια προσπάθεια να περιορίσουν το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας , αφαιρώντας πάνω από ένα εκατομμύριο βαρέλια από την παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Την ίδια περίοδο, η παραγωγή πετρελαίου του Ιράκ, της Λιβύης και της Νιγηρίας επίσης μειώθηκε ή παρέμεινε στάσιμη λόγω της έλλειψης επενδύσεων και των ασταθών γεωπολιτικών συνθηκών.

Εκείνη την εποχή, η απώλεια αυτών των προμηθειών και η υποεπένδυση στη νέα παραγωγή πετρελαίου δεν έλαβε προσοχή. Τέτοιες εξελίξεις φάνηκαν ακόμη λιγότερο σημαντικές όταν η πανδημία [12] της COVID-19 χτύπησε στις αρχές του 2020, μειώνοντας δραματικά την παγκόσμια κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο, οι πλήρεις επιπτώσεις των κραδασμών της περιόδου 2014–16 και ο απόηχος τους έγιναν εμφανείς όταν οι χώρες άρχισαν να ανακάμπτουν από την πανδημία και η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε ξανά το 2021, αποκαλύπτοντας ένα βαθιά ασταθές περιβάλλον που ήταν έτοιμο για άλλη μια μεγάλη περίοδο αστάθειας.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

Σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις, οι πετρελαϊκοί κραδασμοί του 2020 που προκλήθηκαν από την πανδημία ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικών παρεμβάσεων. Καθώς οι μεγάλες οικονομίες μπήκαν σε lockdown για να μειώσουν την εξάπλωση [13] της COVID-19, οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν από τα 70 στα 15 δολάρια το βαρέλι μεταξύ του Ιανουαρίου και του Απριλίου 2020. Όταν οι κυβερνήσεις ήραν στην συνέχεια τα μέτρα του lockdown το 2021, η ζήτηση ανέκαμψε γρήγορα και οι τιμές άρχισαν ξανά να αυξάνονται λίγο.

Τα οικονομικά προειδοποιητικά σημάδια αναδύθηκαν σχεδόν αμέσως. Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 2021, τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου υστερούσαν πολύ από τους ιστορικούς μέσους όρους, καθώς η αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα προκάλεσε την υπέρβαση της προσφοράς από την ζήτηση. Αυτό το χάσμα είχε διαρθρωτικές ρίζες: αφού βίωσαν δύο κραδασμούς σε μόνο μια δεκαετία και φοβούμενες πλέον τη μειούμενη ζήτηση, οι ιδιωτικές εταιρείες πετρελαίου ήταν επιφυλακτικές στο να επενδύσουν σε νέα παραγωγή. Ξεχωριστά, πολλά πετρελαιοπαραγωγά κράτη ήταν περισσότερο αποφασισμένα να αυξήσουν τις τιμές παρά να αυξήσουν την παραγωγή, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν τις προκληθείσες από την πανδημία απώλειες, και πολλά κράτη μέλη του ΟΠΕΚ δυσκολεύτηκαν να επαναφέρουν τα επίπεδα παραγωγής μετά το κραχ της COVID-19. Τέλος, οι εταιρείες που ήταν πρόθυμες να αποβάλλουν μη κερδοφόρα περιουσιακά στοιχεία, απενεργοποίησαν πολλαπλά διυλιστήρια πετρελαίου όταν η ζήτηση έπεσε κατά την διάρκεια της πανδημίας της COVID-19, μειώνοντας την παγκόσμια ικανότητα διύλισης κατά τρία εκατομμύρια bpd. Το αποτέλεσμα ήταν μια αγορά έτοιμη για μια ακόμη παρατεταμένη περίοδο αστάθειας.