Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας

Η τιθάσευση των ασταθών αγορών πετρελαίου προϋποθέτει μια νέου είδους κυβερνητική παρέμβαση

Στην συνέχεια, τον Φεβρουάριο του 2022, η εισβολή [14] της Ρωσίας στην Ουκρανία γκρέμισε με πάταγο αυτό το επισφαλές σύστημα. Όταν οι Δυτικές κυβερνήσεις επέβαλαν σαρωτικές κυρώσεις στην οικονομία της Ρωσίας, οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου εκτινάχθηκαν από τα 90 δολάρια στα 120 δολάρια το βαρέλι, πυροδοτώντας την χειρότερη κρίση πληθωρισμού από την δεκαετία του 1970 και μετά. Κάνοντας την κατάσταση ακόμα χειρότερη, μια ήδη σφικτή αγορά έγινε πιο σφικτή, καθώς ο ΟΠΕΚ διατήρησε τα όρια παραγωγής και οι αμερικανικές εταιρείες αρνήθηκαν να επενδύσουν σε νέα παραγωγή ενώπιον του κατακόρυφα αυξανόμενου κόστους και της αβέβαιης ζήτησης. Η χωρητικότητα των διυλιστηρίων που χάθηκε κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων της πανδημίας της COVID-19 [15] προκάλεσε επίσης μια ιστορική κατακόρυφη αύξηση των εγχώριων τιμών της βενζίνης, η οποία ξεπέρασε τα 5 δολάρια ανά γαλόνι τον Ιούνιο του 2022. Εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, οι κραδασμοί παρήγαγαν μια σειρά από κρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών τιμών καταναλωτή στην Δυτική Ευρώπη και την οικονομική κατάρρευση στην Σρι Λάνκα, όπου το κόστος των εισαγωγών ενέργειας αποστράγγισε τα συναλλαγματικά αποθέματα. Άλλα στερούμενα την ενέργεια κράτη σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο επηρεάστηκαν με παρόμοιο τρόπο.

ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ

Ωστόσο, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει κάνει κάτι περισσότερο από το να ανακατέψει [16] την ήδη ασταθή αγορά ενέργειας. Έχει αποκαλύψει επίσης την σύγχυση μεταξύ των Δυτικών ηγετών και των μεγάλων πετρελαιοβόρων χωρών σχετικά με το πώς θα γίνεται η διαχείριση των ενεργειακών κραδασμών, ενόσω θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται η επικείμενη απειλή της κλιματικής αλλαγής. Το G-7, για παράδειγμα, έχει συζητήσει την εγκατάλειψη της δέσμευσής του, του 2021, να σταματήσει την χρηματοδότηση των έργων ορυκτών καυσίμων στο εξωτερικό, και πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν επανεκκινήσει σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα που είχαν κλείσει στο παρελθόν, λόγω των φόβων για διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου.

Με την σειρά τους, οι υπέρμαχοι του κλίματος έχουν ζητήσει μια ταχύτερη μετάβαση στην ανανεώσιμη ενέργεια, προωθώντας τα πλεονεκτήματα ασφαλείας της πράσινης ενέργειας. Αλλά οι φραγμοί στις νέες, φιλικές προς το κλίμα, επενδύσεις είναι σχεδόν τόσο απότομοι όσο εκείνοι που αντιμετωπίζουν το πετρέλαιο, δεδομένου του αυξανόμενου κόστους των πρώτων υλών που απαιτούνται για την κατασκευή νέων ανεμογεννητριών, ηλιακών συλλεκτών, ηλεκτρικών οχημάτων και μπαταριών λιθίου. Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις στις Ηνωμένες Πολιτείες τραβούν τώρα τον πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν [17], προς δύο κατευθύνσεις —από τη μια πλευρά, πρέπει να παροτρύνει τις αμερικανικές εταιρείες να επενδύσουν σε περισσότερη παραγωγή πετρελαίου, και από την άλλη να διατηρήσει μια ρητορική δέσμευση για την ενεργειακή μετάβαση.

Παρά αυτές τις εντάσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στην διάθεσή τους μια σειρά από επιλογές πολιτικής. Για να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια και να εξομαλύνει τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα [18], η Ουάσιγκτον θα πρέπει να υιοθετήσει μια πιο διεκδικητική προσέγγιση στην διαχείριση της αγοράς πετρελαίου. Για παράδειγμα, η αναστολή του Νόμου Jones (Jones Act) —ένας νόμος που εμποδίζει τα ξένα πλεούμενα να μεταφέρουν καύσιμα μεταξύ των λιμανιών των ΗΠΑ — θα μπορούσε να μειώσει τις τιμές της ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, μειώνοντας το κόστος μεταφοράς. Ο Μπάιντεν θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει πρόσθετες συγχρονισμένες αποδεσμεύσεις από το Στρατηγικό Απόθεμα Πετρελαίου (Strategic Petroleum Reserve) για να συμβάλει στην σταθεροποίηση των τιμών. Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Νόμο περί Αμυντικής Παραγωγής (Defence Production Act), έναν νόμο της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που επιτρέπει στην κυβέρνηση να δώσει εντολή για βιομηχανική παραγωγή στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, για να μειώσει τα σημεία συμφόρησης και τις ελλείψεις βασικών υλικών που απαιτούνται για την επέκταση της παραγωγής ενέργειας, όπως οι σωλήνες χάλυβα και η άμμος για το fracking. Ο Μπάιντεν θα μπορούσε επίσης να συνδυάσει αυτά τα μέτρα με ένα πρόγραμμα για την επιδότηση των εργασιών των διυλιστηρίων πετρελαίου. Μια τέτοια πολιτική θα διασφάλιζε την ύπαρξη επαρκούς χωρητικότητας για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών, ακόμη και κατά την διάρκεια μιας κρίσης. Τέλος, για να ενθαρρύνει τις νέες επενδύσεις, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να προσφέρει ασφάλεια στους ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων πετρελαίου και φυσικού αερίου, υποστηρίζοντας τις επενδύσεις τους για να διασφαλίσει ότι θα παραμείνουν σε λειτουργία σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.