Μπορεί η Ρωσία να διαιρέσει την Ευρώπη; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί η Ρωσία να διαιρέσει την Ευρώπη;

Γιατί μια ψεύτικη ειρήνη θα είναι χειρότερη από έναν μακροχρόνιο πόλεμο

Από τότε, ωστόσο, η δυναμική στις Βρυξέλλες έχει εξασθενήσει. Για παράδειγμα, μολονότι τα κράτη της ΕΕ [6] συμφώνησαν τελικά σε ένα εμπάργκο πετρελαίου στην Ρωσία, αυτό θα συμβεί με μια χρονική καθυστέρηση που ίσως επιτρέψει στη Ρωσία να προσαρμοστεί. Και παρά την πρόσφατη συμφωνία όσον αφορά το φυσικό αέριο για την εξοικονόμηση ενέργειας, ένα πραγματικό εμπάργκο φυσικού αερίου δεν είναι ορατό. Στην πραγματικότητα, αντί για εμπάργκο φυσικού αερίου της ΕΕ στην Ρωσία [7], η Μόσχα είναι αυτή που έχει κλείσει το φυσικό αέριο στην Ευρώπη. Έξι χώρες —η Βουλγαρία, η Δανία, η Φινλανδία, η Λετονία, η Πολωνία και η Ολλανδία— έχουν αποκοπεί εντελώς από τον ρωσικό εφοδιασμό. Επιπλέον, η Gazprom, η ρωσική κρατική εταιρεία ενέργειας, μείωσε δραστικά τις ροές φυσικού αερίου προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Nordstream I, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος αγωγός που φέρνει ρωσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη και ο οποίος ανήκει κυρίως στην Gazprom, έκλεισε προσωρινά τον Ιούλιο για συντήρηση. Έκτοτε άνοιξε ξανά, αλλά οι εξαγωγές φυσικού αερίου μειώθηκαν στο 20% των συμφωνηθέντων ποσοτήτων, με περαιτέρω διαταραχές να [βρίσκονται] στον ορίζοντα. Αντί να συμφωνήσει σε νέες κυρώσεις, η ΕΕ κινείται βιαστικά για να αντιμετωπίσει [το θέμα] των αποθηκών φυσικού αερίου σε πολλές χώρες, και αγωνίζεται για να επιβάλλει περιορισμούς στην χρήση. Για να διαφοροποιήσει τις προμήθειες της, επιδιώκει νέες ενεργειακές συνεργασίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τον Καύκασο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund) εκτιμά ότι σε περίπτωση πλήρους διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, οι οικονομίες κάποιων χωρών -συμπεριλαμβανομένων της Δημοκρατίας της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Ιταλίας- θα μπορούσαν να συσταλούν περισσότερο από 5%. Αυτός θα είναι ένας κρύος και δαπανηρός χειμώνας.

Οι αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις αρχίζουν ήδη να έχουν ανησυχητικές συνέπειες στην ευρωπαϊκή πολιτική. Σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία, τα λαϊκιστικά και τα δεξιά εθνικιστικά κόμματα χρησιμοποιούν το κόστος του πολέμου για να επιστρατεύσουν την λαϊκή υποστήριξη. Υποστηρίζουν ότι επιβάλλοντας κυρώσεις στη Ρωσία και ενστερνιζόμενες την πράσινη ατζέντα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι θεσμοί της ΕΕ τροφοδοτούν τον πληθωρισμό, υποσκάπτουν την βιομηχανία και καταστρέφουν θέσεις εργασίας. Αυτό είναι ένα μήνυμα που έχει ενισχυθεί και στα κυρίαρχα media. Ήδη στις προεδρικές εκλογές [8] της Γαλλίας, τον Απρίλιο, τα ακροδεξιά και τα ακροαριστερά κόμματα είχαν υψηλές επιδόσεις —ένα αποτέλεσμα που επαναλήφθηκε στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Πολύ πιο δραματική ήταν η πτώση του Ντράγκι στην Ιταλία τον Ιούλιο, αφότου τα τρία κόμματα με τους στενότερους δεσμούς με το Κρεμλίνο απέσυραν την στήριξή τους στην κυβέρνηση συνασπισμού της οποίας αποτελούσαν μέρος.

Αυτά τα γεγονότα ίσως αποτελούν μόνο μια πρόγευση του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Παίρνοντας παράδειγμα από την στρατηγική του Κρεμλίνου, πολλά λαϊκιστικά κόμματα έχουν υιοθετήσει ρητορική που δεν συμβαδίζει με τις πραγματικές προθέσεις τους. Αντί να παραδεχτούν ότι θέλουν να πουλήσουν την Ουκρανία, αρχηγοί λαϊκιστικών κομμάτων όπως ο Ιταλός Ματέο Σαλβίνι [9] λένε ότι είναι υπέρ της ειρήνης, του συμβιβασμού και της διπλωματίας. Οι λαϊκιστές ηττήθηκαν προσωρινά με την πανδημία, καθώς το αφήγημα τους περί μη εμβολιασμού δεν εντυπωσίασε ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους. Αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση, τους έδωσε μια τέλεια ευκαιρία να ανέβουν ξανά. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η δυναμική θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα νέο κύμα εθνικιστικού λαϊκισμού που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο την ευρωπαϊκή ενότητα αλλά και την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της. Ενώ μια εθνικιστική Ευρώπη είναι δυνατή, μια εθνικιστική ΕΕ είναι εξ’ ορισμού αντιφατική.

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ακόμη πιο ανησυχητική για την Ευρώπη είναι η επιστροφή των παλαιών γεωπολιτικών χασμάτων. Το πρώτο είναι η όλο και μεγαλύτερη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ανατολής και της δύσης της ηπείρου, με τα κράτη στα σύνορα της Ουκρανίας, όπως οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία, να ζητούν δικαιοσύνη μέσω των κυρώσεων και της σθεναρής στρατιωτικής υποστήριξης [10] στην Ουκρανία, και τα κράτη της δυτικής Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Γερμανία, να κλίνουν προς τον συμβιβασμό με την Ρωσία. Τα αμφιλεγόμενα σχόλια του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, τον Ιούνιο, σχετικά με την σημασία του να μην ταπεινωθεί η Ρωσία, ενόσω το ρωσικό πυροβολικό σφυροκοπούσε την Ουκρανία, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Καθώς οι ενεργειακές και οικονομικές κρίσεις βαθαίνουν, οι χώρες που βρίσκονται πιο μακριά από την πρώτη γραμμή είναι πιο πιθανό να πιέσουν για τη μείωση της έντασης του πολέμου. Οι ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης, μολονότι οι χώρες τους υποφέρουν επίσης από τις οικονομικές επιπτώσεις, πιθανότατα θα παραμείνουν σταθεροί στην πεποίθησή τους ότι η ειρήνη θα είναι δυνατή μόνο όταν η Ουκρανία θα έχει εκδιώξει τις ρωσικές δυνάμεις από τα εδάφη της και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν [11], θα έχει λογοδοτήσει για την επιθετικότητά του.