Πώς αυτοπαγιδεύτηκε η Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς αυτοπαγιδεύτηκε η Κίνα

Το οικονομικό μοντέλο του ΚΚΚ τού έχει αφήσει μόνο κακές επιλογές
Περίληψη: 

Επί μια δεκαετία η Κίνα έχει επενδύσει ένα ποσό ίσο με το 40% έως 50% του ετήσιου ΑΕΠ της κάθε χρόνο. Πρέπει να μειώσει κατά πολύ αυτό το ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο, αλλά με την ανάπτυξη να είναι τόσο εξαρτημένη από τις επενδύσεις, πιθανότατα δεν μπορεί να το κάνει χωρίς απότομη επιβράδυνση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.

Ο MICHAEL PETTIS είναι ανώτερος συνεργάτης στο Carnegie Endowment for International Peace. Είναι ο συν-συγγραφέας, με τον Matthew Klein, του βιβλίου με τίτλο Trade Wars Are Class Wars [1].

Καθώς η Κίνα θα αναδύεται αυτόν τον μήνα από το κρίσιμο 20ο Εθνικό Συνέδριο (20th National Congress) του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Chinese Communist Party, ΚΚΚ), η ηγεσία της θα είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει το πιο δύσκολο σύνολο οικονομικών επιλογών που έχει αντιμετωπίσει εδώ και δεκαετίες. Μπορεί να μετατοπιστεί από ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που έχει δημιουργήσει μεγάλο πλούτο, αν και με το κόστος της όλο και μεγαλύτερης ανισότητας, του εκτοξευόμενου χρέους και μιας αυξανόμενης ποσότητας χαμένων επενδύσεων την τελευταία δεκαετία. Ή το Πεκίνο μπορεί να επιλέξει να συνεχίσει με το τρέχον οικονομικό μοντέλο του για μερικά ακόμη χρόνια μέχρι να υποχρεωθεί από αυτό το αυξανόμενο κόστος σε μια ακόμη πιο οδυνηρή μετάβαση.

06102022-1.jpg

Συντρίμμια μπροστά σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στην [πόλη] Zhuozhou, στην Κίνα, τον Μάρτιο του 2021. Lusha Zhang / Reuters
------------------------------------------------------

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κίνα [2] είναι αυτό που περιέγραψε ο Γερμανο-αμερικανός οικονομολόγος Albert Hirschman πριν από πολλές δεκαετίες. Κάθε ταχεία ανάπτυξη είναι μη ισορροπημένη ανάπτυξη, σημείωσε ο Hirschman, και ένα επιτυχημένο αναπτυξιακό μοντέλο είναι ένα [μοντέλο] στο οποίο η μη ισορροπημένη ανάπτυξη αντιμετωπίζει και αναστρέφει τις υφιστάμενες ανισορροπίες στην οικονομία. Αλλά καθώς αυτές αναστρέφονται και η οικονομία αναπτύσσεται, το μοντέλο γίνεται όλο και πιο άσχετο με το αρχικό σύνολο των ανισορροπιών και τελικά αρχίζει να δημιουργεί ένα πολύ διαφορετικό σύνολο προβλημάτων.

Δυστυχώς, σημείωσε ο Hirschman, είναι δύσκολο να εγκαταλείψουμε ένα επιτυχημένο αναπτυξιακό μοντέλο. Η ίδια η επιτυχία του τείνει να δημιουργεί ένα σύνολο βαθιά ενσωματωμένων πολιτικών, επιχειρηματικών, οικονομικών και πολιτισμικών θεσμών που βασίζονται στην συνέχεια του μοντέλου και είναι πιθανό να υπάρξει ισχυρή θεσμική και πολιτική αντίθεση σε οποιαδήποτε ουσιαστική αναστροφή.

Εκεί βρίσκεται σήμερα η Κίνα. Το αναπτυξιακό της μοντέλο, των μεγάλων επενδύσεων σχεδιάστηκε για να επιλύσει την εξαιρετική επενδυτική ανεπάρκεια της Κίνας, αλλά σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα, έχει αφήσει την Κίνα με υπερβολικά υψηλό επενδυτικό ποσοστό. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), οι επενδύσεις συνήθως αποτελούν περίπου το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, που κυμαίνεται από 17% - 23% για τις πιο ώριμες οικονομίες έως 28% - 32% για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες στα στάδια της υψηλής ανάπτυξής τους. Επί μια δεκαετία, ωστόσο, η Κίνα έχει επενδύσει ένα ποσό ίσο με το 40% έως 50% του ετήσιου ΑΕΠ της κάθε χρόνο. Πρέπει να μειώσει κατά πολύ αυτό το ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο, αλλά με την ανάπτυξη να είναι τόσο εξαρτημένη από τις επενδύσεις, πιθανότατα δεν μπορεί να το κάνει χωρίς απότομη επιβράδυνση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.

ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΣΤΟ ΧΡΕΟΣ

Τα υψηλά επενδυτικά επιτόκια δεν ήταν πάντα κάτι κακό για την Κίνα. Όταν ξεκίνησε η εποχή της «μεταρρύθμισης και του ανοίγματος» στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μετά από πέντε δεκαετίες που περιελάμβαναν τον πόλεμο με την Ιαπωνία, τον εμφύλιο πόλεμο και τον μαοϊσμό, η χώρα είχε υπερβολικά ελλιπείς επενδύσεις σε υποδομές, επιμελητεία και παραγωγική ικανότητα. Αυτό που χρειαζόταν πάνω από όλα ήταν ένα αναπτυξιακό μοντέλο ανάπτυξης που προτεραιοποιούσε τις ταχείες επενδύσεις.

Η προσέγγιση που ανέλαβε τα ηνία τα επόμενα χρόνια έκανε ακριβώς αυτό. Αρχικά, το Πεκίνο αύξησε το ποσοστό των εγχώριων αποταμιεύσεων στο ΑΕΠ, που απαιτείται για την χρηματοδότηση επενδύσεων. Σε κάθε οικονομία, ό,τι παράγεται και δεν καταναλώνεται εξ’ ορισμού αποταμιεύεται, επομένως η αύξηση του ποσοστού των αποταμιεύσεων στο ΑΕΠ σημαίνει απλώς μείωση του ποσοστού κατανάλωσης.

Το Πεκίνο το έκανε αυτό περιορίζοντας συστημικά την αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών στο ΑΕΠ. Το συνολικό εισόδημα μιας χώρας κατανέμεται μεταξύ των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης, και τα νοικοκυριά, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις και την κυβέρνηση, καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος όσων κερδίζουν. Στην πράξη, η μείωση του ποσοστού κατανάλωσης σήμαινε πως διασφαλιζόταν ότι οι επιχειρήσεις και η κυβέρνηση θα διατηρούσαν δυσανάλογο ποσοστό της παραγωγής και τα νοικοκυριά ένα μειούμενο ποσοστό. Όσο μικρότερο είναι το ποσοστό που ΑΕΠ που διατηρούν τα νοικοκυριά, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό της κατανάλωσης και τόσο υψηλότερο το ποσοστό της αποταμίευσης.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το ποσοστό των εγχώριων αποταμιεύσεων στο ΑΕΠ έφτασε το 50%, το υψηλότερο επίπεδο που καταγράφηκε ποτέ από οποιαδήποτε χώρα. Το τραπεζικό σύστημα, το οποίο ήταν ο κύριος μεσάζων της Κίνας για τις αποταμιεύσεις, έκανε αυτές τις τεράστιες αποταμιεύσεις διαθέσιμες στις κινεζικές επιχειρήσεις, στους κατασκευαστές ακινήτων και στις τοπικές κυβερνήσεις με τεχνητά χαμηλά και καθορισμένα από την κυβέρνηση επιτόκια. Η συνέπεια ήταν η ταχεία ανάπτυξη που ωθήθηκε από τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων. Αυτή η δυναμική επέτρεψε στην Κίνα να κλείσει το χάσμα της υποεπένδυσης της με εκπληκτικό ρυθμό.

Όμως, όπως κάθε άλλη χώρα που έχει ακολουθήσει ένα παρόμοιο μοντέλο, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης και της Βραζιλίας στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και της Ιαπωνίας στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, η Κίνα αντιμετώπισε μια κρυφή παγίδα: όταν η Κίνα θα έκλεινε το χάσμα μεταξύ του επιπέδου του κεφαλαίου της και του επιπέδου που θα μπορούσαν να απορροφήσουν παραγωγικά οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις της, θα χρειαζόταν να μετατοπιστεί σε μια διαφορετική αναπτυξιακή στρατηγική που θα υποβάθμιζε τις επενδύσεις υπέρ της κατανάλωσης. Αυτό το χάσμα μάλλον έκλεισε τουλάχιστον πριν από 15 χρόνια, όταν το χρέος της Κίνας άρχισε να αυξάνεται ταχέως.