Πώς αυτοπαγιδεύτηκε η Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς αυτοπαγιδεύτηκε η Κίνα

Το οικονομικό μοντέλο του ΚΚΚ τού έχει αφήσει μόνο κακές επιλογές

Αυτό δεν αποτελούσε σύμπτωση. Κανονικά, όταν μια οικονομία διοχετεύει μεγάλα ποσά χρέους σε παραγωγικές επενδύσεις, η προκύπτουσα αύξηση του ΑΕΠ της είναι πιθανό να υπερβεί την αύξηση του χρέους, και το χρέος της χώρας παραμένει χαμηλό. Αλλά όταν το χρέος χρησιμοποιείται για την χρηματοδότηση επενδύσεων των οποίων τα οικονομικά οφέλη είναι μικρότερα από το κόστος της εργασίας και των πόρων που χρησιμοποιούνται (γνωστές ως «μη παραγωγικές επενδύσεις»), το χρέος αρχίζει να αυξάνεται γρηγορότερα από το ΑΕΠ. Το χρέος της Κίνας άρχισε να εκτοξεύεται από το 2006 έως το 2008.

Από τότε, η επίσημη αναλογία χρέους της Κίνας έχει αυξηθεί από περίπου 150% του ΑΕΠ σε σχεδόν 280% του ΑΕΠ – μία από τις ταχύτερες αυξήσεις που έχει βιώσει ποτέ μια χώρα. Οι κύριες πηγές αυτού του αυξανόμενου χρέους ήταν οι ιδιωτικές επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων της Κίνας, συμπεριλαμβανομένων των κτιρίων που είναι γεμάτα με άδεια διαμερίσματα που είχαν αγοραστεί για κερδοσκοπικούς λόγους, και τις επενδύσεις από τις τοπικές κυβερνήσεις σε πλεονάζουσα υποδομή, όπως τα υπερβολικά φιλόδοξα σιδηροδρομικά συστήματα, οι αναξιοποίητοι δρόμοι και αυτοκινητόδρομοι , και τα στάδια-τρόπαιο και τα συνεδριακά κέντρα.

Ενώ αμφότεροι οι τομείς των ακινήτων και των υποδομών είχαν συμβάλει τόσο πολύ στην οικονομική δραστηριότητα της Κίνας ώστε να έχουν γίνει πολιτικά σημαντικοί για τις τοπικές ελίτ, οι υπεύθυνοι χάραξης της οικονομικής πολιτικής γίνονταν όλο και πιο ανήσυχοι ότι ο μόνος τρόπος για να ανακτήσουν τον έλεγχο του χρέους ήταν ο περιορισμός των μη παραγωγικών επενδύσεων σε αυτούς τους δύο τομείς. Όμως, με αυτούς [τους τομείς] να αντιπροσωπεύουν πάνω από το ήμισυ της συνολικής αύξησης του κινεζικού ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια –και πολύ περισσότερο από το ήμισυ κατά την διάρκεια ιδιαίτερα δύσκολων περιόδων για την οικονομία– ήταν σχεδόν αδύνατο να τους περιορίσουν χωρίς να προκαλέσουν απότομη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας.

ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΦΟΥΣΚΑ

Οι ρυθμιστικές αρχές έκαναν τελικά πέρυσι ένα σημαντικό πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση της εκτόξευσης του χρέους, όταν αποφάσισαν να γίνουν πιο αυστηροί με την μόχλευση, καθιστώντας δυσκολότερο για τους πιο χρεωμένους κατασκευαστές ακινήτων να δανειστούν. Επί χρόνια, αυτοί οι κατασκευαστές βρίσκονταν σε μια κούρσα για να δανειστούν όσο περισσότερα μπορούσαν, όχι μόνο από τις τράπεζες αλλά και από τους πελάτες, τους προμηθευτές και τους εργολάβους. Είχαν χρησιμοποιήσει αυτά τα κεφάλαια για να αποκτήσουν όσο περισσότερη περιουσία μπορούσαν, και εφόσον θεωρείτο δεδομένο ότι οι τιμές των ακινήτων θα αυξάνονταν για πάντα, αναλάμβαναν μικρό πιστωτικό κίνδυνο και μπορούσαν πάντα να πουλήσουν με κέρδος.

Αλλά με τον τομέα των ακινήτων να αντιπροσωπεύει το 20% έως 30% όλης της οικονομικής δραστηριότητας, ήταν αναπόφευκτο ότι οποιαδήποτε απότομη συστολή στα ακίνητα θα γινόταν γρήγορα αυτοτροφοδοτούμενη και θα οδηγούσε σε σημαντική –και πολύ ανεπιθύμητη– επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό που ήταν ίσως απροσδόκητο μετά την περσινή αυστηροποίηση του δανεισμού στον τομέα των ακινήτων ήταν ο βαθμός στον οποίο η οικονομική δυσπραγία εξαπλώθηκε σε άλλα τμήματα της οικονομίας. Αυτό ίσχυσε ιδιαίτερα για τις τοπικές κυβερνήσεις, για τις οποίες οι πωλήσεις γης αποτελούσαν την μεγαλύτερη πηγή εσόδων· τα νοικοκυριά, τα οποία ξαφνικά άρχισαν να ανησυχούν ότι οι τιμές δεν θα αυξάνονταν επ' αόριστον· και τις επιχειρήσεις που επηρεάστηκαν άμεσα και έμμεσα από την αφερεγγυότητα στον τομέα των ακινήτων.

Με τις όλο και μεγαλύτερες ανησυχίες για τον ρυθμό της οικονομικής επιβράδυνσης [3] της Κίνας, το Πεκίνο μπορεί να απαντήσει μόνο με περιορισμένους τρόπους. Μια επιλογή είναι να επιστρέψει στην εποχή της ταχείας, τροφοδοτούμενης από το χρέος, ανάπτυξης, είτε επιχειρώντας να αναζωογονήσει τον τομέα των ακινήτων είτε αντισταθμίζοντας την πτώση του αυξάνοντας σημαντικά τις δαπάνες για υποδομές. Οι τοπικές κυβερνήσεις είναι ανυπόμονες, σχεδόν απεγνωσμένες, να αναζωογονήσουν την αγορά των ακινήτων, αλλά ίσως είναι πολύ αργά για αυτό, εάν έχουν αποθαρρυνθεί μόνιμα οι προσδοκίες των αγοραστών κατοικιών ότι οι τιμές των κατοικιών στην Κίνα μπορούν να συνεχίσουν να αυξάνονται.

Επιπλέον, οι αξιωματούχοι στο Πεκίνο φαίνονται πολύ απρόθυμοι να επιστρέψουν στους παλαιούς τρόπους επιχειρηματικής δραστηριότητας με τους οποίους οι κατασκευαστές αναλάμβαναν τεράστια ποσά χρέους για να χρηματοδοτήσουν νέα κερδοσκοπικά έργα. Με τα κινεζικά αστικά ακίνητα να κοστολογούνται σχεδόν τρεις φορές [πάνω] από το συγκρίσιμο επίπεδο στις Ηνωμένες Πολιτείες [4] και με τον τομέα των ακινήτων να αντιπροσωπεύει ένα τόσο εξαιρετικά υψηλό ποσοστό της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, οι περισσότεροι υπεύθυνοι χάραξης οικονομικής πολιτικής θέλουν εδώ και καιρό να δουν την αγορά να ηρεμεί.

Το πιο πιθανό είναι ότι η κινεζική κυβέρνηση θα αντισταθμίσει τις αρνητικές επιπτώσεις μιας πιο αργής και μικρότερης αγοράς ακινήτων, τουλάχιστον εν μέρει, αυξάνοντας τις δαπάνες στις υποδομές. Το Πεκίνο φαίνεται ήδη διατεθειμένο να ακολουθήσει αυτή την οδό και έχει πει στις τοπικές κυβερνήσεις ότι πρέπει να επιταχύνουν ή να αυξήσουν τα σχέδιά τους για δαπάνες στις υποδομές ή αμφότερα.

Ωστόσο, η κατασκευή περισσότερων γεφυρών και σιδηροδρομικών συστημάτων υψηλής ταχύτητας εξακολουθεί να σημαίνει ότι η ανάπτυξη θα αφεθεί να ωθηθεί κυρίως από μη παραγωγικές επενδύσεις, όπως έχει [αφεθεί] κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Αυτό θα προκαλέσει την συνέχιση της αύξησης του χρέους [5] της Κίνας και την λανθασμένη κατανομή των πόρων έως ότου η οικονομία να μην μπορεί πλέον να συγκρατήσει τις συνέπειες. Όταν αυτό έχει συμβεί σε προηγούμενες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα έχει υπάρξει συνήθως μια πολύ ταραγμένη προσαρμογή, συχνά με τη μορφή μιας οικονομικής κρίσης παρόμοιας με εκείνη της Βραζιλίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980.