Η Ταϊβάν είναι ήδη ανεξάρτητη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ταϊβάν είναι ήδη ανεξάρτητη

Γιατί οι περισσότεροι πολίτες του νησιού δεν επιθυμούν μια επίσημη ανακήρυξη

Ως αποτέλεσμα, οι Ταϊβανέζοι εθνικιστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος για να απελευθερωθεί ο λαός της Ταϊβάν ήταν να ξεφορτωθεί ολόκληρη αυτήν την πολιτική δομή. Το KMT, η ROC, και κάθε δεσμός με την Κίνα έπρεπε να σταματήσουν. Αλλά καθώς η Ταϊβάν εκδημοκρατίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτοί οι ακτιβιστές ανακάλυψαν ότι το όραμά τους είχε περιορισμένη απήχηση. Το 1991, οι γηραιότεροι αξιωματούχοι της χώρας αναγκάστηκαν τελικά να συνταξιοδοτηθούν, και η Ταϊβάν μπόρεσε να επανεκλέξει πλήρως ένα αντιπροσωπευτικό σώμα σε εθνικό επίπεδο για πρώτη φορά, καθώς διακυβευόταν κάθε έδρα στην Εθνοσυνέλευση, ένα όργανο με την εξουσία να εκλέγει τον πρόεδρο και να τροποποιεί το σύνταγμα. Το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) -η κύρια αντιπολίτευση του KMT- ζήτησε με αυτοπεποίθηση την αντικατάσταση της Δημοκρατίας της Κίνας με μια τυπικά ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ταϊβάν. Ήταν μια καταστροφή˙ το DPP κέρδισε μόλις το 23% των ψήφων. Η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος ήταν ότι η επίσημη ανεξαρτησία ήταν απλά πολύ ριζοσπαστική, και για μια γενιά μετά, η κοινή πολιτική σοφία της χώρας ήταν ότι η ανεξαρτησία της Ταϊβάν ήταν δηλητήριο όσον αφορά τις κάλπες.

Εκείνη την εποχή, βέβαια, φαινόταν ακόμη πιθανό ότι η Ταϊβάν θα ενωνόταν τελικά με την ηπειρωτική χώρα. Για δεκαετίες, το αυταρχικό καθεστώς είχε διδάξει στον πληθυσμό ότι η ενοποίηση ήταν επιθυμητή και αναπόφευκτη. Ο σταδιακός εκδημοκρατισμός της Ταϊβάν δεν παρουσίασε μια απότομη ρήξη με το παρελθόν, έτσι το KMT παρέμεινε στην εξουσία ακόμη και όταν ο κόσμος μπορούσε να ψηφίσει, και οι Κινέζοι εθνικιστές που τάσσονταν υπέρ της ενοποίησης διατήρησαν υπέρμετρη πολιτιστική και πολιτική επιρροή. Εν τω μεταξύ, η Κίνα βίωνε το είδος της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης που είχε απολαύσει η Ταϊβάν τις προηγούμενες δεκαετίες -το είδος της ανάπτυξης που είχε βοηθήσει την Ταϊβάν να εκδημοκρατιστεί. Πολλοί Ταϊβανέζοι πίστευαν ότι η ηπειρωτική χώρα θα βίωνε σίγουρα παρόμοιες πολιτικές μεταρρυθμίσεις καθώς η οικονομία της επεκτεινόταν συνεχώς. Οι Κινέζοι εθνικιστές στην Ταϊβάν περίμεναν ότι, μόλις η Κίνα άλλαζε και τα δύο κράτη επανενώνονταν, η Ταϊβάν θα έπαιζε σημαίνοντα (και ίσως κυρίαρχο) ρόλο στην διαμόρφωση του κοινού τους μέλλοντος. Ακόμη και ανεπίσημοι φορείς από τις δύο πλευρές συναντήθηκαν και το 1992 και το 1993, κάνοντας τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας τακτικών διαύλων επικοινωνίας. Το ζήτημα της κυριαρχίας απεικόνιζε τόσο τις ελπίδες για ρεαλιστική συνεργασία όσο και το πόσο δύσκολος θα ήταν ο συμβιβασμός. Εφόσον η σύναψη μιας αμοιβαία αποδεκτής γραπτής δήλωσης ήταν αδύνατη, οι εκπρόσωποι συμφώνησαν ανεπίσημα να συζητήσουν κυριολεκτικά ο ένας δίπλα στον άλλο σε αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν (ειρωνικά) η Συναίνεση του 1992. Κάθε πλευρά δήλωσε προφορικά την δική της εκδοχή για την αρχή της «μιας Κίνας», προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε την άλλη πλευρά, και αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι θα μπορούσε να υπάρξει οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία.

Όμως οι ελπίδες ότι οι δύο πλευρές θα έρχονταν σταδιακά πιο κοντά και θα οδηγούνταν σε μια αμοιβαία αποδεκτή πολιτική ένωση ήταν άστοχες. Καθώς η δημοκρατία της Ταϊβάν βάθυνε, οι εκκλήσεις στον κινεζικό εθνικισμό έβρισκαν όλο και μικρότερο δεκτικό ακροατήριο στον πληθυσμό του νησιού. Ταυτόχρονα, αντί να εκδημοκρατίζεται καθώς γινόταν πλουσιότερη και ισχυρότερη, η ΛΔΚ έγινε πιο άκαμπτη και κυριαρχική.

Το τόξο της Συναίνεσης του 1992 ενσωματώνει αυτές τις αποτυχημένες ελπίδες. Αφού έχασε τις προεδρικές εκλογές του 2000 από το DPP, ο πρόεδρος του KMT, Lien Chan, ανοικοδόμησε το κόμμα του με ένα όραμα να κάνει την Ταϊβάν πλούσια και να διασφαλίσει την ειρήνη με την ενσωμάτωση της οικονομίας της Ταϊβάν στην οικονομία της Κίνας. Για να εγγυηθεί ότι οι αξιωματούχοι της ΛΔΚ θα ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους Ταϊβανέζους ομολόγους τους, ο Lien επινόησε μια φόρμουλα βασισμένη σε αυτό που υποτίθεται ότι είχαν συμφωνήσει οι δύο πλευρές το 1992: «Μια Κίνα, κάθε πλευρά με την δική της ερμηνεία». Οι απλοί ψηφοφόροι της Ταϊβάν καθησυχάστηκαν ότι το status quo θα διατηρείτο, αφού η ερμηνεία της Ταϊβάν ήταν ότι «μια Κίνα» σήμαινε την ROC. Αυτή η φόρμουλα έθεσε τα θεμέλια για την προεδρία του πολιτικού του KMT, Ma Ying-jeou, η οποία παρουσίασε πολλές επίσημες επαφές με την Κίνα και οικονομική αλληλεπίδραση. Αλλά η ΛΔΚ γινόταν όλο και πιο επίμονη στο ότι η συναίνεση του 1992 ήταν απλώς ότι υπήρχε «μια Κίνα» -η ΛΔΚ- και απαιτούσε συγκεκριμένη πρόοδο προς την ενοποίηση. Ποτέ δεν αναγνώρισε το μέρος της εξίσωσης «κάθε πλευρά με την δική της ερμηνεία», και έτσι η ενοποίηση θα σήμαινε ότι η ROC θα έπαυε να υπάρχει. Αυτό όχι μόνο έπνιξε την συναίνεση μέχρι θανάτου στερώντας της κάθε ασάφεια ή ευελιξία, αλλά κατέστησε σαφές ότι το KMT και η ROC δεν ήταν ίσοι –ούτε καν άνισοι- εταίροι με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και την ΛΔΚ στον καθορισμό του μέλλοντος της Κίνας. Τα όνειρα του KMT για την δημιουργία μιας ειρηνικής, ευημερούσας, και δημοκρατικής ενοποιημένης Κίνας απαξιώθηκαν πλήρως, και το ασυμβίβαστο της θέσης της ΛΔΚ με την διατήρηση της ROC κατέστησε την ενοποίηση το νέο δηλητήριο για τις κάλπες.

ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ