Η Ρωσία θέλει έναν μακροχρόνιο πόλεμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ρωσία θέλει έναν μακροχρόνιο πόλεμο

Η Δύση πρέπει να στείλει στην Ουκρανία περισσότερα όπλα, πιο γρήγορα

Αν επιτραπεί στην Ρωσία να κρατήσει οποιοδήποτε από τα παράνομα κέρδη της στην Ουκρανία -είτε μέσω συνθήκης ειρήνης, είτε μέσω κατάπαυσης του πυρός, είτε μέσω αδιεξόδου- η αποτρεπτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών και της διατλαντικής συμμαχίας θα χαθεί. Δεν θα χρειάζεται πλέον οποιοσδήποτε επίδοξος επιτιθέμενος να εξετάζει την αντίδραση της Δύσης προτού εισβάλει ή έστω απλώς απειλήσει έναν γείτονα. Η πυρηνική αποτρεπτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών θα παραμείνει, αλλά αυτή θα εκτείνεται μόνο στις χώρες με τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επίσημη συμμαχία. Ακόμη και εκεί, αναθεωρητικές δυνάμεις όπως η Κίνα, το Ιράν, και η Ρωσία θα άρχιζαν σύντομα να αναζητούν τρύπες στην πυρηνική ομπρέλα του ΝΑΤΟ.

Οι ίδιοι οι Ουκρανοί ίσως να αποφασίσουν ότι θέλουν να σταματήσουν να πολεμούν, και αυτό είναι το κυρίαρχο και δημοκρατικό τους δικαίωμα. Αν συμβεί αυτό, οι Δυτικές κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι έτοιμες να υποστηρίξουν το Κίεβο στην διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας που θα εγγυάται την ασφάλεια της χώρας και να την βάλουν σε μια πορεία προς την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και την ικανότητα να υπερασπιστεί την [εδαφική] κυριαρχία και την ευημερία της. Αλλά οι Δυτικοί ηγέτες και οι πολίτες δεν θα πρέπει να τρέφουν αυταπάτες σχετικά με το τι θα συμβεί αν αυτή η επιλογή επιβληθεί στην Ουκρανία απλώς και μόνο επειδή οι Δυτικοί πολίτες κουράστηκαν από έναν πόλεμο που δεν πολεμούσαν καν. Θα ήταν κάτι περισσότερο από απλή αποποίηση της ηθικής ευθύνης να υποστηριχθεί ένας λαός που αντιμετωπίζει γενοκτονία και καταπίεση. Εν συντομία, θα σήμαινε περισσότερο πόλεμο, όχι λιγότερο.

Αν η εισβολή της Ρωσίας τελειώσει με οτιδήποτε άλλο εκτός από τους όρους της Ουκρανίας, η Μόσχα θα έχει αποδειχθεί σωστή: θα φαίνεται ότι η ισχύς κάνει το σωστό. Οι περιφερειακές δυνάμεις θα κοιτάζουν τις γειτονιές τους με αυξανόμενη όρεξη, με την πεποίθηση ότι οι συνέπειες της επίθεσης θα είναι ελάχιστες. Το μήνυμα που θα λάβουν τα μικρότερα κράτη θα είναι εξίσου σαφές: ο μόνος τρόπος για να αποφύγουν τη μοίρα της Ουκρανίας είναι είτε να υποκύψουν προληπτικά στον περιφερειακό ηγεμόνα είτε, αν είναι αρκετά τυχερά να έχουν τους κατάλληλους γείτονες, να επιδιώξουν μια επίσημη συμμαχία. Η κούρσα για να κυριαρχήσουν ή να κυριαρχηθούν θα είναι θανατηφόρα. Το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, και τα Ηνωμένα Έθνη προέκυψαν ως απάντηση στους ατελείωτους πολέμους στους οποίους οδηγεί αυτή η λογική. Η τάξη που δημιούργησαν αυτοί οι θεσμοί απέχει πολύ από το να είναι τέλεια, αλλά αν επιτραπεί στην Ρωσία να υπονομεύσει αυτήν την τάξη με την εξασφάλιση ενός ευνοϊκού αποτελέσματος στην Ουκρανία, αυτό που θα ακολουθήσει -μια εποχή μόνιμων συνοριακών πολέμων, περιφερειακών συγκρούσεων, εξοπλιστικών αγώνων, προσφυγικών κρίσεων, και διαταραγμένου εμπορίου- θα είναι πολύ, πολύ χειρότερο από οτιδήποτε έχουμε αντιμετωπίσει μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ

Στην πράξη, η στρατηγική δέσμευση για την νίκη με ουκρανικούς όρους σημαίνει την αντιστροφή της λογικής της αποτροπής και της κλιμάκωσης. Η τρέχουσα αργόσυρτη, αντιδραστική προσέγγιση για την παροχή στην Ουκρανία πρόσθετων οπλικών συστημάτων σχεδιάστηκε εν μέρει για να διαχειριστεί το ενδεχόμενο [1] να κλιμακώσει ο Πούτιν τον πόλεμο. Θα μπορούσε να το κάνει είτε με την χρήση όπλων μαζικής καταστροφής είτε με επιθέσεις εναντίον των ίδιων των μελών του ΝΑΤΟ. Στην αρχή του πολέμου, όταν οι Δυτικοί ηγέτες είχαν πολύ λίγα δεδομένα βάσει των οποίων μπορούσαν να εκτιμήσουν τις ρωσικές προθέσεις και στρατηγικές, αυτή η επιφυλακτικότητα ίσως να ήταν δικαιολογημένη. Έναν χρόνο μετά τον πόλεμο, ωστόσο, δύο αλήθειες είναι σαφείς: πρώτον, η παροχή όλο και πιο ισχυρών όπλων δεν οδήγησε σε ανεξέλεγκτη ρωσική κλιμάκωση και δεύτερον, η σχετική Δυτική αυτοσυγκράτηση δεν εμπόδισε τον Πούτιν να βομβαρδίσει ουκρανικούς μη στρατιωτικούς στόχους.

Ο αδυσώπητος πόλεμος της Ρωσίας κατά των αμάχων της Ουκρανίας είναι, στην πραγματικότητα, η στρατηγική που οι περισσότεροι αναλυτές ανέμεναν ότι θα ακολουθούσε η Μόσχα από την αρχή, αναπαράγοντας την τακτική που χρησιμοποίησε στην Τσετσενία και το Γκρόζνι την δεκαετία του 1990 και πιο πρόσφατα στην Συρία. Το γεγονός ότι η Μόσχα χρειάστηκε μήνες για να αρχίσει τον συστηματικό βομβαρδισμό πόλεων μακριά από τις γραμμές του μετώπου αντανακλά την αρχική, λανθασμένη υπόθεση του Κρεμλίνου ότι η ουκρανική αντίσταση θα κατέρρεε λίγο-πολύ αμέσως. Όταν η ίδια αυτή η ανάλυση κατέρρευσε, η Ρωσία χρειάστηκε χρόνο για να προετοιμαστεί για την βιαιότητα που έχει ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο. Στον βαθμό λοιπόν που η Ρωσία κλιμάκωσε τις επιθέσεις της, το έκανε όχι ως απάντηση στην Δυτική βοήθεια προς την Ουκρανία -και, πράγματι, η Μόσχα δεν έχει βάλει στο στόχαστρο την Δύση ή τις Δυτικές γραμμές εφοδιασμού- αλλά, μάλλον, ως απάντηση στην ανθεκτικότητα της ίδιας της Ουκρανίας. Καθώς όλο και περισσότερη Δυτική βοήθεια έχει εισρεύσει στην χώρα από τον Σεπτέμβριο, το εύρος και η κλίμακα της επίθεσης της Ρωσίας παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητα.

Επομένως, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι υπάρχει οποιαδήποτε αιτιώδης σχέση μεταξύ των Δυτικών προμηθειών όπλων [2] και της ρωσικής δίωξης του πολέμου -εκτός από ένα σημείο. Η προθυμία της Δύσης να υποστηρίξει τον ουκρανικό στρατό έχει, στην πραγματικότητα, μειώσει τους πολεμικούς στόχους της Ρωσίας. Όποια και αν είναι η ρητορική, το μέγεθος, και η μορφή της εξελισσόμενης εαρινής επίθεσης της Ρωσίας φαίνεται να έχει σχεδιαστεί μόνο για να ενισχύσει τις θέσεις της στην ανατολική περιοχή της Ντονμπάς της Ουκρανίας. Η τρέχουσα επίθεσή της φαίνεται ανεπαρκής ακόμη και για να επιχειρήσει να ανακαταλάβει όλα τα εδάφη που η Ρωσία ισχυρίζεται, παρανόμως, ότι έχει προσαρτήσει, πόσω μάλλον για να απειλήσει το Κίεβο και να αναλάβει τον πολιτικό έλεγχο της χώρας στο σύνολό της. Στρατιωτικά, λοιπόν, η Ρωσία απάντησε στην υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία όχι με την αύξηση της δύναμης πυρός της, αλλά με τη μείωση των de facto στόχων της.