Τι συμβαίνει πραγματικά μεταξύ Ρωσίας και Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι συμβαίνει πραγματικά μεταξύ Ρωσίας και Κίνας

Στο παρασκήνιο, εμβαθύνουν την αμυντική τους συνεργασία

Σε μια απόκλιση από την συνήθη πρακτική του, το Κρεμλίνο δεν δημοσίευσε τον κατάλογο των αξιωματούχων και των ανώτερων επιχειρηματιών που ήταν παρόντες στις συνομιλίες. Τα ονόματά τους μπορεί κανείς να τα διακρίνει μόνο μέσα από το υλικό και τις φωτογραφίες από την σύνοδο κορυφής και διαβάζοντας τα σχόλια που έκανε στους διαπιστευμένους δημοσιογράφους στο Κρεμλίνο ο Γιούρι Ουσάκοφ, βοηθός του Πούτιν στην εξωτερική πολιτική. Μια προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι πάνω από το 50% της ομάδας του Πούτιν που συμμετείχε στον πρώτο γύρο των επίσημων συνομιλιών με τον Σι ήταν αξιωματούχοι που εμπλέκονται άμεσα στα ρωσικά εξοπλιστικά και διαστημικά προγράμματα. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει τον πρώην πρόεδρο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος είναι τώρα αναπληρωτής του Πούτιν στην προεδρική επιτροπή για το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα˙ τον Σεργκέι Σοϊγκού, τον υπουργό Άμυνας˙ τον Ντμίτρι Σουγκάεφ, ο οποίος είναι επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας στρατιωτικο-τεχνικής συνεργασίας˙ τον Γιούρι Μπορίσοφ, ο οποίος διευθύνει την ρωσική διαστημική υπηρεσία και ο οποίος μέχρι το 2020 είχε περάσει μια δεκαετία ως επικεφαλής της ρωσικής βιομηχανίας όπλων ως αναπληρωτής υπουργός Άμυνας και αναπληρωτής πρωθυπουργός˙ και τον Ντμίτρι Τσερνιτσένκο, αναπληρωτή πρωθυπουργό, ο οποίος προεδρεύει μιας διμερούς ρωσοκινεζικής διακυβερνητικής επιτροπής και είναι υπεύθυνος για την επιστήμη και την τεχνολογία στο ρωσικό υπουργικό συμβούλιο. Αυτή η ομάδα αξιωματούχων συγκεντρώθηκε πιθανότατα για να επιδιώξει έναν κύριο στόχο: την εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας με την Κίνα.

Παρόλο που το Πεκίνο και η Μόσχα δεν έχουν δημοσιοποιήσει νέες συμφωνίες, υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι οι ομάδες του Σι και του Πούτιν χρησιμοποίησαν την συνάντηση του Μαρτίου για να καταλήξουν σε νέες αμυντικές συμφωνίες. Μετά από προηγούμενες συνόδους κορυφής Σι-Πούτιν, οι ηγέτες έχουν υπογράψει ιδιωτικά έγγραφα που σχετίζονται με συμφωνίες εξοπλισμών και μόνο αργότερα ενημέρωσαν τον κόσμο. Τον Σεπτέμβριο του 2014, για παράδειγμα, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία, το Κρεμλίνο πούλησε το σύστημα πυραύλων εδάφους-αέρος S-400 στην Κίνα, καθιστώντας το Πεκίνο τον πρώτο υπερπόντιο αγοραστή του πιο προηγμένου εξοπλισμού αεράμυνας της Ρωσίας. Ωστόσο, η συμφωνία δεν αποκαλύφθηκε παρά μόνο οκτώ μήνες αργότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Kommersant ο Ανατόλι Ισαϊκίν, ο διευθύνων σύμβουλος της Rosoboronexport, της κυριότερης ρωσικής εταιρείας κατασκευής όπλων.

Μετά την ψήφιση από το αμερικανικό Κογκρέσο του νόμου για την αντιμετώπιση των αντιπάλων της Αμερικής μέσω κυρώσεων το 2017, η Μόσχα και το Πεκίνο σταμάτησαν να αποκαλύπτουν συνολικά τις στρατιωτικές συμβάσεις τους. Αυτός ο αμερικανικός νόμος οδήγησε στην επιβολή κυρώσεων στο τμήμα εξοπλισμών του κινεζικού στρατού και στον επικεφαλής του, τον στρατηγό Λι Σανγκφού (ο οποίος διορίστηκε υπουργός Άμυνας της Κίνας τον Μάρτιο). Παρ' όλα αυτά, σε σπάνιες περιπτώσεις, ο Πούτιν υπερηφανεύεται για νέες συμφωνίες, όπως το 2019, όταν ανακοίνωσε ότι η Μόσχα βοηθά στην ανάπτυξη ενός κινεζικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης πυραύλων, και το 2021, όταν αποκάλυψε ότι η Ρωσία και η Κίνα αναπτύσσουν από κοινού όπλα υψηλής τεχνολογίας.

ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΟΠΛΑ

Η Κίνα βασίζεται στο ρωσικό στρατιωτικό υλικό από την δεκαετία του 1990, και η Μόσχα ήταν η μόνη πηγή σύγχρονων ξένων όπλων μετά το εμπάργκο όπλων που επέβαλαν η ΕΕ και οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά την σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν το 1989. Με την πάροδο του χρόνου, καθώς η ίδια η στρατιωτική βιομηχανία της Κίνας προόδευσε, η εξάρτησή της από άλλους μειώθηκε. Το Πεκίνο μπορεί πλέον να παράγει μόνο του σύγχρονα όπλα και έχει σαφές προβάδισμα έναντι της Ρωσίας σε πολλούς τομείς της σύγχρονης στρατιωτικής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Αλλά για να ενισχύσει την δική του έρευνα και ανάπτυξη και παραγωγή, το Πεκίνο εξακολουθεί να επιθυμεί την πρόσβαση στην ρωσική τεχνολογία για χρήση σε πυραύλους εδάφους-αέρος, κινητήρες για μαχητικά αεροσκάφη, και εξοπλισμό υποβρύχιου πολέμου, όπως υποβρύχια και υποβρύχια μη επανδρωμένα σκάφη.

Πριν από μια δεκαετία, το Κρεμλίνο ήταν απρόθυμο να πουλήσει στρατιωτική τεχνολογία αιχμής στην Κίνα. Η Μόσχα ανησυχούσε ότι οι Κινέζοι θα μπορούσαν να αντιγράψουν την τεχνολογία και να βρουν τρόπο να την παράγουν οι ίδιοι. Η Ρωσία είχε επίσης ευρύτερες ανησυχίες σχετικά με τον εξοπλισμό μιας ισχυρής χώρας που συνορεύει με τις αραιοκατοικημένες και πλούσιες σε πόρους ρωσικές περιοχές της Σιβηρίας και της Άπω Ανατολής. Όμως το βαθύτερο σχίσμα μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 άλλαξε αυτό το σκεπτικό. Και αφού ξεκίνησε έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας στην Ουκρανία και προκάλεσε την πλήρη διακοπή των δεσμών με την Δύση, η Μόσχα δεν έχει άλλη επιλογή από το να πουλήσει στην Κίνα τις πιο προηγμένες και πολύτιμες τεχνολογίες της.

Ακόμη και πριν από τον πόλεμο, ορισμένοι Ρώσοι αναλυτές της κινεζικής αμυντικής βιομηχανίας είχαν υποστηρίξει την συμμετοχή σε κοινά έργα, την ανταλλαγή τεχνολογίας, και την δημιουργία μιας θέσης στην αλυσίδα εφοδιασμού του κινεζικού στρατού. Με τον τρόπο αυτό, υποστήριζαν, προσφερόταν ο καλύτερος τρόπος για τον εκσυγχρονισμό της ρωσικής στρατιωτικής βιομηχανίας -και χωρίς αυτήν την πρόοδο, ο ταχύς ρυθμός της κινεζικής Ε&Α (Έρευνας και Ανάπτυξης) θα καθιστούσε σύντομα την ρωσική τεχνολογία παρωχημένη. Σήμερα, τέτοιες απόψεις έχουν γίνει συμβατική σοφία στη Μόσχα. Η Ρωσία έχει επίσης αρχίσει να ανοίγει τα πανεπιστήμια και τα επιστημονικά της ινστιτούτα σε Κινέζους εταίρους και να ενσωματώνει τις ερευνητικές της εγκαταστάσεις με αντίστοιχες κινεζικές. Η Huawei, για παράδειγμα, έχει τριπλασιάσει το ερευνητικό προσωπικό της στην Ρωσία στον απόηχο μιας υπό την ηγεσία της Ουάσινγκτον εκστρατείας για τον περιορισμό της παγκόσμιας εμβέλειας του κινεζικού τεχνολογικού γίγαντα.

ΚΑΤΩΤΕΡΟΣ ΕΤΑΙΡΟΣ