Το Σουδάν και η νέα εποχή των συγκρούσεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Σουδάν και η νέα εποχή των συγκρούσεων

Πώς οι περιφερειακές πολιτικές ισχύος πυροδοτούν θανατηφόρους πολέμους

Περίπου από το 2010, ο αριθμός των συγκρούσεων και των θανάτων από μάχες έχει αυξηθεί. Οι πόλεμοι που πυροδοτήθηκαν από τις αραβικές εξεγέρσεις του 2010-2011 στην Λιβύη, την Συρία, και την Υεμένη και οι νέες συγκρούσεις στην Αφρική, μερικές διαμορφωμένες από την διάχυση των αραβικών συγκρούσεων, τροφοδότησαν αρχικά την άνοδο. Αυτοί οι νέοι πόλεμοι δεν ήταν από την αρχή μέρος του αγώνα των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την 11η Σεπτεμβρίου κατά της Αλ Κάιντα, αλλά καθώς οι Ισλαμιστές μαχητές συμπεριλαμβανομένου του ISIS επωφελήθηκαν από το χάος, οι Δυτικές αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις επικάλυψαν άλλες έριδες. Πιο πρόσφατα, νέες μάχες ξέσπασαν μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν στο έδαφος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στην βόρεια περιοχή Tigray της Αιθιοπίας, και στη Μιανμάρ. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα του Προγράμματος της Ουψάλα, οι σύγχρονες συγκρούσεις σκοτώνουν τώρα περισσότερο από τρεις φορές πιο πολλούς ανθρώπους ετησίως σε όλο τον κόσμο από όσους οι πόλεμοι πριν από δύο δεκαετίες.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΑΟΣ

Αυτές οι νέες συγκρούσεις έχουν πολλά κοινά σημεία. Το πρώτο είναι ότι πολλές προέρχονται από αποτυχημένες προσπάθειες απόδρασης από την αυταρχική κυριαρχία. Στην Λιβύη, τη Μιανμάρ, την Συρία, την Υεμένη και σε κάποιο βαθμό στην Αιθιοπία, τα κινήματα ξεκίνησαν με κοινωνικές αναταραχές και εξεγερτικές διαδηλώσεις στους δρόμους —που συχνά πυροδοτήθηκαν από οικονομικές δυσκολίες ή οργή για αυταρχική και ανίκανη διακυβέρνηση— αλλά κατέληξαν σε χάος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα καθεστώτα αντέδρασαν˙ στην Συρία, για παράδειγμα, ο πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ έχει προσκολληθεί στην εξουσία. Σε άλλες, οι δικτάτορες έπεσαν, αλλά οι θεσμοί που είχαν καταργήσει και οι κοινωνίες που είχαν διαιρέσει δεν μπορούσαν να αντέξουν τις επακόλουθες διαμάχες για την εξουσία. Αυτοί οι αγώνες ακολουθούν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: οι άνθρωποι περιμένουν αλλαγή˙ η παλιά φρουρά επιδιώκει να διατηρήσει τα προνόμιά της˙ νέες ένοπλες παρατάξεις θέλουν μερίδιο. Απελευθερωμένες εθνοτικές, θρησκευτικές ή φυλετικές εντάσεις τροφοδοτούν τον διχασμό. Διευθετήσεις που μοιράζουν ισχύ και πόρους με δίκαιο ή ικανοποιητικό τρόπο αποδεικνύονται αόριστοι.

Υπό αυτό το πρίσμα, η ιστορία του Σουδάν είναι πολύ οικεία. Μετά από ένα εμπνευσμένο κίνημα διαμαρτυρίας σε όλη την χώρα που ανέτρεψε τον Μπασίρ, το Σουδάν έπεσε θύμα της κληρονομιάς του ίδιου του αυταρχικού. Ο Hemedti είναι ένας πολέμαρχος από το Νταρφούρ που βοήθησε τον γενοκτονικό πόλεμο του Μπασίρ εναντίον των ανταρτών στην περιοχή, ξεκινώντας το 2003. Το 2013, ο Μπασίρ συγκέντρωσε διάφορες πολιτοφυλακές Janjaweed υπό τον Hemedti και τις μετονόμασε σε Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης, ενισχύοντας τις παραστρατιωτικές μονάδες του ως αντιστάθμισμα έναντι ενός πραξικοπήματος του στρατού και χρησιμοποιώντας τις επανειλημμένα για την καταστολή των εξεγέρσεων στο δυτικό Σουδάν. Ο άλλος εμπόλεμος στην σύγκρουση στην χώρα, ο Μπουρχάν, είναι ένας στρατιωτικός αξιωματικός καριέρας που συμμετείχε με τον Χεμεντί στις εκστρατείες στο Νταρφούρ και του οποίου η αποστροφή προς την πολιτική κυριαρχία έχει εμποδίσει την δημοκρατική μετάβαση του Σουδάν. Οι RSF και οι SAF ενώθηκαν για λίγο προκειμένου να ανατρέψουν τον Μπασίρ και στην συνέχεια έδιωξαν τους πολιτικούς ηγέτες με τους οποίους είχαν δεσμευτεί να μοιραστούν την εξουσία. Τελικά, ο Hemedti και ο Burhan στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου.

Αν και η βία φαινομενικά πυροδοτήθηκε από την άρνηση του Hemedti να θέσει τους παραστρατιωτικούς του υπό την διοίκηση των SAF, η διαμάχη για την εξουσία είναι βαθύτερη από αυτό. Τελικά, η μετάβαση του Σουδάν ναυάγησε γιατί ούτε ο Burhan και οι συνάδελφοί του στρατηγοί ούτε ο Hemedti και οι σύμμαχοί του θα εγκατέλειπαν την εξουσία και θα διακινδύνευαν να χάσουν τον έλεγχο των πόρων της χώρας ή να αντιμετωπίσουν την δικαιοσύνη για προηγούμενες φρικαλεότητες.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των πρόσφατων συγκρούσεων στο Σουδάν είναι η δυσανάλογη ταλαιπωρία των αμάχων. Οι εμπόλεμοι της περασμένης δεκαετίας έχουν δείξει ελάχιστη εκτίμηση για το διεθνές δίκαιο. Αν και η δεκαετία του 1990 και οι αρχές της δεκαετίας του 2000 είχαν επίσης το μερίδιό τους στην φρίκη -πράγματι, η συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών στους δικούς τους πολέμους στο Ιράκ και αλλού πιθανότατα συνέβαλε στην αίσθηση της ανομίας που επικρατεί σήμερα σε πολλά πεδία μάχης- οι σημερινές συγκρούσεις εμφανίζουν εντυπωσιακό βαθμό ατιμωρησίας . Οι αντιμαχόμενες πλευρές όλων των πλευρών φαίνεται να έχουν πετάξει το βιβλίο των κανόνων από το παράθυρο.

Σκόπιμες επιθέσεις σε αμάχους —συμπεριλαμβανομένης της εναέριας καταστροφής πόλεων˙ επιθέσεις σε νοσοκομεία, κλινικές, και σχολεία˙ η παρεμπόδιση της [ανθρωπιστικής] βοήθειας˙ και η οπλοποίηση της πείνας και του λιμού- έχουν γίνει συνηθισμένες. Στην Συρία, η τακτική χρήση βομβών και χημικών όπλων από το καθεστώς Άσαντ ήταν εξαιρετικά βάρβαρη. Αλλά στο Αφγανιστάν, την Αιθιοπία, την Υεμένη, και αλλού, οι κυβερνήσεις και οι αντάρτες έχουν στοχοποιήσει σκόπιμα ή απερίσκεπτα τους αμάχους ή τους αρνήθηκαν την ιατρική περίθαλψη, την τροφή, το νερό, και το καταφύγιο που χρειάζονται για να επιβιώσουν.