Η ανοησία της ουδετερότητας της Ινδίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ανοησία της ουδετερότητας της Ινδίας

Μπροστά στην κινεζική επιθετικότητα, το Νέο Δελχί πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την Ουάσινγκτον
Περίληψη: 

Η πολυδιαφημισμένη δέσμευση της Ινδίας να διατηρήσει την ουδετερότητά της δεν αποτελεί πλέον βιώσιμη επιλογή. Χωρίς έναν αξιόπιστο εξωτερικό εταίρο που να μπορεί να βοηθήσει την Ινδία με την ανταλλαγή πληροφοριών, την ενίσχυση των εξαιρετικά ανεπαρκών αμυντικών δυνατοτήτων της, και την συνεργασία μαζί της σε άλλους τομείς ασφαλείας, το Νέο Δελχί θα παραμείνει θλιβερά εκτεθειμένο στις μηχανορραφίες του Πεκίνου.

Ο SUMIT GANGULY είναι διακεκριμένος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και κάτοχος της έδρας Tagore στις Ινδικές Κουλτούρες και Πολιτισμούς στο Πανεπιστήμιο της Indiana στο Bloomington και επισκέπτης συνεργάτης στο Ινστιτούτου Hoover. Επί του παρόντος είναι επισκέπτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.
Ο DINSHA MISTREE είναι ερευνητής στο Πρόγραμμα για την Ενίσχυση των Σχέσεων ΗΠΑ-Ινδίας στο Ινστιτούτο Hoover.

Ο Ναρέντρα Μόντι ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει την όγδοη επίσκεψή του στις Ηνωμένες Πολιτείες ως πρωθυπουργός της Ινδίας. Αν και οι προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν υποδεχθεί θερμά τον Μόντι, οι φανφάρες γύρω από αυτό το ταξίδι -την πρώτη επίσημη κρατική επίσκεψη του Ινδού πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον- θα είναι ανεπανάληπτες. Είναι προγραμματισμένο να μιλήσει σε κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου. Και ως αποχαιρετιστήριο δώρο, ο Μόντι πιθανότατα θα φύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες έχοντας εξασφαλίσει μια πολυπόθητη συμφωνία ώστε η General Electric να μοιράζεται τεχνολογία και να παράγει από κοινού στρατιωτικούς κινητήρες αεροσκαφών με την Ινδία.

23062023-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και ο Ινδός πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, στο Τόκιο, τον Μάιο του 2022. Jonathan Ernst / Reuters
-------------------------------------------------------------

Μια τέτοια ενθουσιώδης υποδοχή αποσκοπεί αναμφίβολα στην επανεκκίνηση των σχέσεων με την Ινδία. Παρόλο που και οι δύο χώρες είναι φαινομενικά δεσμευμένες σε μια εταιρική σχέση, η σχέση ΗΠΑ-Ινδίας δεν έχει ανταποκριθεί στις δυνατότητές της τα τελευταία χρόνια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναλάβουν μέρος της ευθύνης για την αποτυχία αυτή. Οι διαδοχικές αμερικανικές διοικήσεις αγνόησαν τις προειδοποιήσεις της Ινδίας σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, και η κυβέρνηση Μπάιντεν συνέχισε να επιδιώκει μια σχέση με τον αντίπαλο της Ινδίας, το Πακιστάν, ακόμη και όταν οι προτεραιότητες των ΗΠΑ στην Ασία μετατοπίστηκαν προς την αντιμετώπιση της Κίνας. Η Ουάσινγκτον έχει επίσης αποτύχει σε πιο συνηθισμένα διπλωματικά ζητήματα, όπως η διεκπεραίωση θεωρήσεων, με τις καθυστερήσεις ρεκόρ στα προξενεία των ΗΠΑ στην Ινδία να έχουν υποχωρήσει μόλις πρόσφατα. Και χρειάστηκαν περισσότερα από δύο χρόνια για να επικυρώσει η αμερικανική Γερουσία τον πρώην δήμαρχο του Λος Άντζελες, Έρικ Γκαρσέτι, ως πρεσβευτή στην Ινδία, γεγονός που δυσχεραίνει την ικανότητα της Ουάσινγκτον να προωθήσει τα συμφέροντά της στο Νέο Δελχί.

Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι φαίνεται να συνειδητοποιούν τις υποσχέσεις -και τα όρια- μιας ισχυρής σχέσης με την Ινδία. Δεν είναι σαφές αν το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τους Ινδούς ηγέτες. Το Νέο Δελχί εξακολουθεί να τρέφει ποικίλους ενδοιασμούς σχετικά με την δημιουργία μιας γνήσιας εταιρικής σχέσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στα αμφισβητούμενα σύνορα με την Κίνα, η Ινδία αντιστέκεται στην υιοθέτηση της εταιρικής σχέσης ασφαλείας με την Αυστραλία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες -γνωστή ως Τετραμερής ή Τετραμερής Διάλογος Ασφάλειας (Quad, ή Quadrilateral Security Dialogue)- που έχει σχεδιαστεί για την προστασία του Ινδο-Ειρηνικού από την κινεζική επιθετικότητα. Ταυτόχρονα, τόσο ο Μόντι όσο και ο υπουργός Εξωτερικών του, ο Subrahmanyam Jaishankar, έχουν επαινεθεί στο εσωτερικό για την σθεναρή άρνησή τους να καταδικάσουν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αυτή η στάση ουδετερότητας, έχουν υποστηρίξει, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της Ινδίας. Από την εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022, η Ινδία έχει αναμφίβολα επωφεληθεί από την σταθερή προμήθεια φθηνού ρωσικού πετρελαίου, καθώς το Κρεμλίνο προσπαθεί να εξασφαλίσει εναλλακτικούς αγοραστές για τα ενεργειακά του αγαθά. Αλλά οι σχέσεις του Νέου Δελχί με τη Μόσχα καταλαμβάνουν ένα συρρικνούμενο τμήμα της ινδικής εξωτερικής πολιτικής. Μακροπρόθεσμα, η αυξανόμενη εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα θα την καταστήσει αναξιόπιστο εταίρο.

Η Ινδία θέλει δικαίως να εξασφαλίσει την στρατηγική της αυτονομία καθώς συνεχίζει να ανεβαίνει στον κόσμο. Αλλά ένα τέτοιο όραμα δεν θα πραγματοποιηθεί πλήρως εάν η Ινδία συνεχίσει να φαντάζεται ότι μπορεί να παίζει επ' αόριστον με όλες τις πλευρές. Η μη ευθυγράμμιση ίσως να λειτουργεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά δεν θα εξυπηρετήσει την Ινδία μακροπρόθεσμα. Αντ' αυτού, η Ινδία θα πρέπει να σφυρηλατήσει μια ισχυρή εταιρική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με την υποστήριξη των ΗΠΑ, η Ινδία μπορεί να επαναβεβαιώσει τον έλεγχό της στη Νότια Ασία και να αναδειχθεί σε ισχυρό πόλο της περιφερειακής τάξης στον Ινδο-Ειρηνικό.

ΧΡΟΝΙΚΗ ΔΙΝΗ

Οι περισσότερες από τις ανησυχίες της Ινδίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες ανάγονται σε μια άλλη εποχή της παγκόσμιας πολιτικής. Το Νέο Δελχί, όπως φαίνεται, είναι παγιδευμένο σε μια χρονική δίνη. Βασικά μέλη της ελίτ της εξωτερικής πολιτικής της Ινδίας παραμένουν προσηλωμένα στην σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με το Πακιστάν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και φοβούνται την ανανέωσή της. Αυτή η πεποίθηση, αν και ίσως κατανοητή, δεδομένης της ιστορίας της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Νότιας Ασίας, είναι ωστόσο λανθασμένη: οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Πακιστάν δεν ήταν ποτέ και δεν είναι τώρα τόσο κοντά όσο τείνουν να φαντάζονται οι Ινδοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Είναι προς τιμήν της διοίκησης Τραμπ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτέλους απέφυγαν την μπλόφα του Πακιστάν και τερμάτισαν κάθε στρατιωτική βοήθεια. Μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, ορισμένοι στην κυβέρνηση Μπάιντεν πρότειναν μια περιορισμένη στρατηγική σχέση με το Πακιστάν που θα επικεντρωνόταν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Αλλά οι προσπάθειες της Ουάσινγκτον να εξασφαλίσει αυτήν την νέα εταιρική σχέση με την Ισλαμαμπάντ ήταν στην καλύτερη περίπτωση στάσιμες. Αν και ορισμένοι στοχαστές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ εξακολουθούν να υποστηρίζουν το Πακιστάν έναντι της Ινδίας, το κατεστημένο της Beltway [στμ: του εσωτερικού κύκλου της Ουάσινγκτον] αναγνωρίζει επιτέλους την πρωτοκαθεδρία της Ινδίας στη Νότια Ασία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, είτε υπό αυτήν την κυβέρνηση είτε υπό μια μελλοντική, θα ήθελαν να αναστήσουν την παλιά τους συμμαχία με το Πακιστάν, ειδικά αν αυτό γίνεται εις βάρος μιας εταιρικής σχέσης με την Ινδία.