Η ανοησία της ουδετερότητας της Ινδίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ανοησία της ουδετερότητας της Ινδίας

Μπροστά στην κινεζική επιθετικότητα, το Νέο Δελχί πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την Ουάσινγκτον

Η υπεροχή της Ινδίας στην γειτονιά της δεν αμφισβητείται από το Πακιστάν ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά από την Κίνα. Στο Μπαγκλαντές, το Νεπάλ, και την Σρι Λάνκα, αλλά και εντός των συνόρων της ίδιας της Ινδίας, η Κίνα αποτελεί υπαρξιακή απειλή για την στρατηγική αυτονομία του Νέου Δελχί. Ινδοί και Κινέζοι στρατιώτες έχουν συγκεντρωθεί κατά μήκος των αμφισβητούμενων ορεινών συνόρων μεταξύ των δύο χωρών, με αιματηρές αψιμαχίες να ξεσπούν σποραδικά. Η Ινδία δεν διαθέτει επί του παρόντος ούτε τις εσωτερικές στρατιωτικές δυνατότητες (αυτό που οι μελετητές της διεθνούς ασφάλειας ονομάζουν «εσωτερική εξισορρόπηση», “internal balancing”) ούτε τις εξωτερικές συνεργασίες («εξωτερική εξισορρόπηση», “external balancing”) για να εγγυηθεί τα συμφέροντα ασφαλείας της και να προστατεύσει τα βόρεια σύνορά της από τις κινεζικές εισβολές που επιταχύνονται από το 2019.

Ορισμένοι στην ινδική δομή ασφαλείας εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Ρωσία μπορεί να αποτελέσει ένα πιθανό προπύργιο κατά της Κίνας. Οι προσδοκίες αυτές πηγάζουν από τον ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και την συνεχιζόμενη εξάρτηση της Ινδίας από την Ρωσία για αμυντικό εξοπλισμό και ανταλλακτικά. Οι πρόσφατες εξελίξεις, ωστόσο, υποδηλώνουν ότι η ελπίδα αυτή είναι μάλλον φανταστική. Η Ρωσία, απασχολημένη με την καταστροφική εισβολή της στην Ουκρανία, έχει ήδη αποτύχει να παραδώσει ορισμένες στρατιωτικές προμήθειες που είχε αναλάβει να παράσχει στην Ινδία. Και η επιμελώς καλλιεργούμενη ουδέτερη στάση του Νέου Δελχί σχετικά με την εισβολή δεν εμπόδισε τη Μόσχα να στραφεί προς το Πεκίνο, τον μακροχρόνιο ανταγωνιστή και αντίπαλο της Ινδίας. Η Ρωσία έχει πλησιάσει και εξαρτάται περισσότερο από την Κίνα από τότε που ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, διέταξε την εισβολή στην Ουκρανία. Απλώς δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο που θέλει η Ινδία για να ελέγξει την Κίνα.

ΤΟ ΜΟΝΟ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Αν η Ινδία δεν μπορεί να βασιστεί στην Ρωσία για να αποτελέσει αντίβαρο στην Κίνα, θα μπορούσε να στραφεί σε άλλες αναδυόμενες και μεσαίες δυνάμεις; Η Ινδία έχει ισχυρές σχέσεις με αρκετές χώρες στην Ευρώπη, αλλά οι χώρες αυτές δεν έχουν την διπλωματική, οικονομική, ή στρατιωτική ισχύ για να εγγυηθούν τα συμφέροντα ασφαλείας της Ινδίας. Η Ινδία δεν μπορεί να υπολογίζει στις ευρωπαϊκές χώρες ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της για να την βοηθήσουν να ανασχέσει την Κίνα. Και οι δεσμοί της με άλλες ασιατικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν και της Ιαπωνίας, είναι περιορισμένης ή μηδενικής χρησιμότητας στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με την Κίνα. Ομοίως, άλλες αναδυόμενες δυνάμεις, όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, είναι απίθανο να επιλέξουν την Ινδία έναντι της Κίνας τα επόμενα χρόνια. Με απλά λόγια, οι εξωτερικές επιλογές εξισορρόπησης της Ινδίας -πέρα από την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών- είναι αρκετά περιορισμένες.

Η πολυδιαφημισμένη δέσμευση της Ινδίας να διατηρήσει την ουδετερότητά της δεν αποτελεί πλέον βιώσιμη επιλογή. Αυτή η προσέγγιση εξυπηρετεί ελάχιστα τα συμφέροντα της Ινδίας για την απόκρουση της πολιτικής και οικονομικής προέλασης της Κίνας στη Νότια Ασία και την ευρύτερη περιοχή. Χωρίς έναν αξιόπιστο εξωτερικό εταίρο που να μπορεί να βοηθήσει την Ινδία με την ανταλλαγή πληροφοριών, την ενίσχυση των εξαιρετικά ανεπαρκών αμυντικών δυνατοτήτων της, και την συνεργασία μαζί της σε άλλους τομείς ασφαλείας, το Νέο Δελχί θα παραμείνει θλιβερά εκτεθειμένο στις μηχανορραφίες του Πεκίνου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι και θα παραμείνουν η μόνη παγκόσμια δύναμη ικανή να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο. Έχουν επιτακτικό συμφέρον να κρατήσουν την Κίνα, τον κύριο αμφισβητία και αντίπαλό τους, σε απόσταση. Για τον σκοπό αυτό, τα συμφέροντά τους συμπίπτουν σαφώς με εκείνα της Ινδίας. Κατά την διάρκεια των πρόσφατων κυβερνήσεων, η Ουάσινγκτον έχει καταβάλει επανειλημμένες προσπάθειες να πείσει την Ινδία ότι αυτά τα αλληλεπικαλυπτόμενα συμφέροντα την καθιστούν σχεδόν ιδανικό εταίρο ασφαλείας στην Ασία. Το 2016, η κυβέρνηση Ομπάμα ανακήρυξε την Ινδία σε «σημαντικό αμυντικό εταίρο», επιτρέποντας έτσι καλύτερα τις αμυντικές πωλήσεις. Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, το Νέο Δελχί και η Ουάσινγκτον υπέγραψαν την Συμφωνία Βασικής Ανταλλαγής και Συνεργασίας (Basic Exchange and Cooperation Agreement), ενισχύοντας περαιτέρω την διμερή στρατιωτική συνεργασία. Και υπό τον πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, τα δύο μέρη συμφώνησαν για την Πρωτοβουλία για τις Κρίσιμες και Αναδυόμενες Τεχνολογίες (Initiative on Critical and Emerging Technology), η οποία θα προωθήσει την συνεργασία σε τομείς υψηλής τεχνολογίας. Αλλά αυτό που πρέπει επειγόντως να συνειδητοποιήσει το Νέο Δελχί είναι ότι υπάρχει ένα στενό παράθυρο για να εξασφαλίσει την αμερικανική υποστήριξη. Όπως ξεκαθαρίζει ο πολιτικός επιστήμονας Ashley Tellis στο πρόσφατο δοκίμιό του στο Foreign Affairs [1], οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αντέξουν να δαπανήσουν τόσο εγχώριο κεφάλαιο όσο και κρίσιμους διπλωματικούς πόρους για να συνεχίσουν να ικανοποιούν τις ανάγκες της Ινδίας χωρίς κάποια μορφή απτής αμοιβαιότητας από το Νέο Δελχί. Περιορίζοντας την δέσμευσή της με τις Ηνωμένες Πολιτείες -ενώ παράλληλα επιδιώκει συμφωνίες με αντιπάλους των ΗΠΑ, όπως η Ρωσία- η Ινδία θέτει ουσιαστικά σε κίνδυνο τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της αυτονομία αντί να την εγγυάται.