Η λεπτή ισορροπία του Βερολίνου με το Πεκίνο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η λεπτή ισορροπία του Βερολίνου με το Πεκίνο

Θα είναι αρκετή μια αυστηρότερη στρατηγική για την Κίνα;

Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εταίρος της ΕΕ στις εισαγωγές αγαθών και αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ [5] της αξίας των εισαγωγών των 137 πιο εξαρτώμενων από το εξωτερικό προϊόντων του μπλοκ. Αυτή η εξάρτηση από την Κίνα υπογραμμίζει την ποικιλόμορφη μόχλευση του Πεκίνου, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητάς του να οπλοποιήσει την θέση του ως κυρίαρχου προμηθευτή κρίσιμων ορυκτών και άλλων βασικών βιομηχανικών εισροών, όπως έκανε η Ρωσία με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Τα τελευταία δύο χρόνια, η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεργάστηκε με τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ για την αυστηροποίηση των εξαγωγικών περιορισμών προς την Κίνα, γεγονός που επιδείνωσε τα σημεία στανότητας της Κίνας στην ανάπτυξη τεχνολογίας. Σε απάντηση, το Πεκίνο αντεπιτέθηκε πρόσφατα με εξαγωγικούς ελέγχους στο γάλλιο και το γερμάνιο, βασικά στοιχεία για την παραγωγή τσιπ, ραντάρ, και οπτικών ινών, αποδεικνύοντας την προθυμία του να χρησιμοποιήσει καταναγκαστικά οικονομικά μέτρα που κλιμακώνουν τις εντάσεις. Καθώς οι μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις υποχωρούν από την υπερπαγκοσμιοποίηση και η οικονομική πολιτική γίνεται περισσότερο προσανατολισμένη στην ασφάλεια, η Γερμανία και άλλες χώρες της ΕΕ θα πρέπει να είναι επιφυλακτικές ως προς την διατήρηση απρόσκοπτων οικονομικών δεσμών με την Κίνα.

Η ανησυχία αυτή δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους ηγέτες της βιομηχανίας στην Γερμανία, οι οποίοι έχουν εκφράσει αυξανόμενες αμφιβολίες σχετικά με την ολοένα και πιο ανισόρροπη οικονομική σχέση της χώρας με τον κορυφαίο εμπορικό εταίρο της. Το σταθερό συνολικό εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έρχεται σε έντονη αντίθεση με το αυξανόμενο εμπορικό της έλλειμμα με την Κίνα, το οποίο έφθασε στο ύψος ρεκόρ των 93 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022 -μια εντυπωσιακή αύξηση κατά 120% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, που αντανακλά μια νέα και ανησυχητική εξάρτηση από τις εισαγωγές από την Κίνα. Οι επεκτεινόμενες επενδύσεις της Κίνας σε στρατηγικούς τομείς της Γερμανίας έχουν επίσης υποδαυλίσει τους φόβους για την εθνική ασφάλεια, ιδίως από τότε που η κινεζική εταιρεία κατασκευής συσκευών, Midea Group, εξαγόρασε την Kuka, μια από τις πιο καινοτόμες γερμανικές εταιρείες μηχανικής ρομποτικής, το 2016.

Παρά τα εν λόγω υφέρποντα τρωτά σημεία, το Βερολίνο δεν έχει δείξει μεγάλη διάθεση να αναθεωρήσει πλήρως τις οικονομικές του σχέσεις με την Κίνα. Οι Γερμανοί κατασκευαστές παλεύουν με τις υψηλές τιμές της ενέργειας και τις αρνητικές επιπτώσεις των βιομηχανικών πολιτικών της κυβέρνησης Μπάιντεν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εισήχθησαν μέσω του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού, ο οποίος έχει σχεδιαστεί για να ευνοήσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι κορυφαίες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες εξακολουθούν να θεωρούν την Κίνα ως την δεύτερη πατρίδα τους, ακόμη και όταν παλεύουν με την χαμηλότερη [6] κερδοφορία και τη μείωση των πωλήσεων στην χώρα, αφού αγνοούσαν επί μακρόν τον ανταγωνισμό από τις κινεζικές εταιρείες EV [στμ: εταιρείες κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων]. Εν μέσω αβεβαιότητας σχετικά με την ισχύ της γερμανικής οικονομίας -η οποία εισήλθε σε τεχνική ύφεση το πρώτο τρίμηνο του 2023- πολλοί Γερμανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής παραμένουν ανήσυχοι για την οικονομική ανθεκτικότητα της χώρας. Μεγάλα ονόματα όπως η Volkswagen και η εταιρεία παραγωγής χημικών, BASF, είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα σε οικονομικό εξαναγκασμό ή σε μια ξαφνική διακοπή του εμπορίου με την Κίνα: η Volkswagen [7] αντλεί τουλάχιστον το ήμισυ των ετήσιων καθαρών κερδών της από την κινεζική αγορά, και η BASF επένδυσε το 2022 στην Κίνα το ποσό ρεκόρ των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Συνολικά, οι γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα αυξάνονται επίσης [8].

Ο τρικομματικός συνασπισμός της Γερμανίας πρέπει να ακολουθήσει μια δύσκολη πολιτική γραμμή: να είναι προσεκτικός με τον σημαντικότερο οικονομικό εταίρο του, αλλά να λαμβάνει υπόψη του τους αυξανόμενους οικονομικούς κινδύνους της ολοκλήρωσης. Η πρώτη στρατηγική εθνικής ασφάλειας της Γερμανίας που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο ανέφερε την Κίνα μόνο επιφανειακά και τις εντάσεις στην Ταϊβάν καθόλου, αυξάνοντας τις προσδοκίες για την πολυαναμενόμενη στρατηγική για την Κίνα. Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, έχει επανειλημμένα ζητήσει μια αναπροσαρμοσμένη προσέγγιση για την Κίνα, αλλά είναι οι Πράσινοι, οι οποίοι ηγούνται των υπουργείων Εξωτερικών και Οικονομίας, που καθοδηγούν την εγχώρια συζήτηση για την Κίνα, θέτοντας τους πιο επιφυλακτικούς Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς σε δυσχερή θέση. Το υπουργείο Εξωτερικών υπό την ηγεσία των Πρασίνων διαμόρφωσε την στρατηγική για την Κίνα και οι εκτιμήσεις του για τις προκλήσεις που θέτει το Πεκίνο είναι εκπληκτικά ξεκάθαρες. Σε ένα απόσπασμα που θα ήταν αδιανόητο μόλις πριν από λίγα χρόνια, το έγγραφο αναγνωρίζει ότι η Κίνα «επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα πολύ πιο δυναμικά» και προσπαθεί «να αναδιαμορφώσει την υπάρχουσα βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη».