Η μεσανατολική στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η μεσανατολική στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Οι σχέσεις που οικοδομεί η Αθήνα με την Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ, τα ΗΑΕ, και το Ιράν*

Το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι δύο κράτη της Μέσης Ανατολής που λογίζονται ως οι σημαντικότεροι εταίροι της Αθήνας τόσο σε συνεργασίες ήπιας ισχύος, όσο και σκληρής. Οι σχέσεις της Ελλάδας με τις χώρες αυτές έχουν εξελιχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια και φαίνεται πως δημιουργούνται σημαντικότατοι δεσμοί υψηλής πολιτικής συνεργασίας.

Παρότι η σημαντικότερη σχέση φαίνεται να είναι αυτή της υπογραφής του αγωγού EastMed μεταξύ Αθήνας και Τελ Αβίβ, εντούτοις το μεγάλο οικονομικό κόστος του έργου ίσως το καταστήσει ουτοπικό. Πάντως, οι δύο χώρες έχουν υπογράψει πολύ σημαντικές συμφωνίες σε στρατιωτικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα η συμφωνία κατασκευής υποδομών από το Ισραήλ για την εκπαίδευση των Ελλήνων πιλότων πολεμικών αεροσκαφών [6]. Φυσικά, η στρατιωτική συνεργασία των δύο κρατών είναι σχεδόν καθημερινή, με στρατιωτικούς αλλά και οπλικά συστήματα να συμμετέχουν σε κοινές ασκήσεις των δύο κρατών.

Οι σχέσεις της Ελλάδας με τα ΗΑΕ ακολουθούν αντίστοιχη πορεία. Οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν υπογραφή μιας πολύ σημαντικής συμφωνίας με στόχους την κοινή στρατιωτική βοήθεια που δεσμεύει τις δύο πλευρές να συνδράμουν η μια την άλλη σε περίπτωση πολέμου. Το μέγεθος σημασίας αυτής της συμφωνίας -ειδικά για την Αθήνα- φαίνεται από το γεγονός ότι συνήφθη σε περίοδο εντάσεων με την Τουρκία, αλλά και επειδή η Ελλάδα έως εκείνη την εποχή δεν είχε αντίστοιχη συμφωνία με καμία άλλη χώρα πλην της Κύπρου.

Η συμφωνία αυτή, βέβαια, αποτέλεσε την επισφράγιση με επίσημο τρόπο μιας σειράς ζητημάτων στα οποία οι δύο χώρες είχαν κοινά συμφέροντα, όπως για παράδειγμα τις εντάσεις με την Τουρκία, την σύγκρουση στην Λιβύη στην οποία οι δύο χώρες συνδράμουν τους ίδιους δρώντες, αλλά και τον πόλεμο στη Συρία όπου παρομοίως ο ρόλος της Άγκυρας λογίζεται ως επεκτατικός.

Ακόμη, πολεμικά αεροσκάφη των ΗΑΕ λαμβάνουν μέρος σε στρατιωτικές ασκήσεις εντός του ελληνικού FIR ενώ από το Άμπου Ντάμπι ήταν η πρώτη κυβέρνηση που απέστειλε υγειονομική υποστήριξη στην Ελλάδα την περίοδο κλιμάκωσης της κρίσης της COVID-19.

Ο ΠΑΡΑΓΩΝ ΙΡΑΝ

Όπως φαίνεται, παρότι οι τρεις χώρες που συμμαχούν με την Ελλάδα έχουν τοποθετηθεί υπέρ της στις εντάσεις με την Τουρκία, εντούτοις ο κύριος εχθρός δεν θεωρείται η Άγκυρα. Τουναντίον, και οι τρεις χώρες διατηρούν σχέσεις μαζί της, τόσο σε οικονομικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο. Σημαντικότερη (σύμφωνα με τις παραπάνω χώρες) απειλή σε στρατιωτικό επίπεδο όμως, θεωρείται το Ιράν.

Το παράδοξο είναι πως στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης η κυβέρνηση αρνείται πως αποτελεί άμεσο εχθρό του Ιράν. Ακόμη, οι Έλληνες αξιωματούχοι δεν ασκούν δημόσια κριτική στην Τεχεράνη, παρά τις αρνητικές εξελίξεις των συμμάχων τους έναντί της. Το γεγονός αυτό έρχεται σε ευθεία αντιδιαστολή με την πολιτική της Αθήνας, η οποία συμμετέχει άμεσα στα σκληρά μέτρα απέναντι στο Ιράν, μη εξηγώντας δημόσια τους λόγους άσκησης αυτής της πολιτικής.

Πάντως, παρόλη την σύγκλιση της Αθήνας με τις προαναφερθείσες χώρες, είναι φανερό πως κίνητρό της είναι αφενός η αύξηση της αποτρεπτικής της ικανότητας, αφετέρου η εξυπηρέτηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής με σκοπό την κάλυψη του ελλείμματος ασφάλειας έναντι της Τουρκίας. Για αυτόν τον λόγο η Ελλάδα, παρόλο που συμμετέχει στις κυρώσεις εναντίον του Ιράν και ενισχύει τους δεσμούς της με κράτη τα όποια είναι ανταγωνιστές της Τεχεράνης, δεν επιθυμεί να αναμιχθεί στην αντιπαλότητα αυτή.

Οι σχέσεις Αθήνας-Τεχεράνης βρίσκονται σε τέλμα εδώ και αρκετό καιρό. Μάλιστα, οι στρατιωτικές και διπλωματικές πολιτικές της Αθήνας έχουν συμβάλλει περαιτέρω στην ψυχρότητα αυτή, κάτι που δημιουργεί ζήτημα αξιοπιστίας, από την στιγμή μάλιστα που η Ελλάδα ήταν το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που εισήγαγε ιρανικό πετρέλαιο μετά την άρση του εμπάργκο το 2018 [7].

Ως σήμερα και παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, ο όγκος εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών του υποσυστήματος της Μέσης Ανατολής δεν έχει μεταβληθεί δραστικά σε σχέση τουλάχιστον με το 2019. Στον αντίποδα, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΑΕ υπήρξαν κατά πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες ελληνικές, ενώ παρόμοια στοιχεία ισχύουν και για τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ελλάδας και Σαουδικής Αραβίας [κάτι που δικαιολογείται εν μέρει και από τα σχετικά μεγέθη των εν λόγω κρατών].

Εν τέλει, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν αναντίρρητα αναθερμανθεί τα τελευταία χρόνια, με πολλές συμφωνίες να έρχονται στο προσκήνιο. Η βελτίωση των σχέσεων της Αθήνας με πολλές χώρες του Μάσρεκ άνοιξε νέες αγορές, ισχυροποίησε άλλες και εδραίωσε την αντίληψη πως οι χώρες του Κόλπου αποτελούν τουλάχιστον οικονομικό σύμμαχο της Ελλάδας. Παρά τις οικονομικές συμμαχίες, όμως, από γεωπολιτικής σκοπιάς φαίνεται πως πολλές αποφάσεις είναι μάλλον επιδερμικές, χωρίς σχεδιασμό μακροπρόθεσμου οφέλους ή ζημίας.

Η Ελλάδα αποτελεί πλέον έναν σύμμαχο των ισχυρών δρώντων της Ανατολικής Μεσογείου και των χωρών του Κόλπου, οι οποίοι όμως έχουν έναν κοινό εχθρό, το Ιράν, με ό,τι προεκτάσεις μπορεί αυτό να έχει από πολιτικής και οικονομικής απόψεως. Ακόμη, η συμμετοχή στρατιωτικού οπλισμού (Patriot) στην Σαουδική Αραβία, θέτει τον ελληνικό στρατό ως εμπλεκόμενο στον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων που εξελίσσεται στην Υεμένη˙ και κατά συνέπεια εχθρό των ανταρτών Χούτι (οι οποίοι υποστηρίζονται από το Ιράν).