Η Τουρκία βάλλει κατά της θρησκευτικής διαφορετικότητας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία βάλλει κατά της θρησκευτικής διαφορετικότητας

Η επίθεση κατά της οικουμενικότητας του Πατριάρχη Βαρθολομαίου και ο ρόλος της θρησκευτικής διπλωματίας

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο σύμφωνα με το εκκλησιαστικό πρωτόκολλο συνεχίζει να:
- καλεί όλους τους προκαθημένους, επισκόπους των ορθοδόξων εκκλησιών, σε Πανορθόδοξους Οικουμενικές Συνόδους,
- αναγνωρίζει το αυτόνομο ή το αυτοκέφαλο των ορθοδόξων εκκλησιών,
- εκλέγει τους επισκόπους των εκκλησιών της παγκόσμιας ορθοδόξου διασποράς, εκτός των περιοχών των άλλων πατριαρχείων, επιβεβαιώνοντας την αρχή απαγόρευσης της εισπήδησης στην εδαφική επικράτεια άλλου πατριαρχείου.

Ο Οικουμενικός Θρόνος ποτέ δεν επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως σε διενέξεις άλλων εκκλησιών, όμως, η προσφυγή ενός εκ των εμπλεκομένων στη βοήθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενεργοποιεί το προνόμιο του Πατριάρχη να παρέμβει και να δικάσει. Συνεπώς, ό,τι οριζόταν ως οικουμενικό για τον χριστιανικό κόσμο, παρά τον περιορισμό που επέφεραν τα σχίσματα, συνεχίζει να υφίσταται εκκλησιαστικά και ως εκ τούτου η Οικουμένη των χριστιανικών Εκκλησιών αποδίδει στον ανώτατο πνευματικό ηγέτη της, διαιτητή των δογματικών και διοικητικών διαφορών, τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Στην Ορθοδοξία υπάρχουν στιγμές που αμφισβητούνται τα όρια του πρωτείου και το εύρος της ισχύος του. Όμως οι εντάσεις και οι συζητήσεις που προκαλούνται, κυρίως από το πατριαρχείο Μόσχας , όπως συνέβη με την αποχή του από την Αγία και Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης, δεν μετέβαλλαν την ουσία του πρωτείου, έστω και αν κατά περιόδους οδηγούν σε αποστασιοποιήσεις και ομαδοποιήσεις εκκλησιών με συνέπεια να διακόπτεται οι κοινωνία και η ανταπόκριση στις οικουμενικές συγκλήσεις πατριαρχικών συνόδων. Τα τελευταία χρόνια, η Ορθοδοξία υποχρεώνεται να βιώνει την ένταση που προκαλεί το Πατριαρχείο Μόσχας που αμφισβητεί το δικαίωμα του εκκλήτου στον Οικουμενικό Πατριάρχη και την μονομερή δικαιοδοσία για την αυτονομία ή και το αυτοκέφαλο των εκκλησιών, όπως συμβαίνει και με την περίπτωση της Ουκρανίας, η οποία πέραν της εκκλησιαστικής πίεσης που υφίσταται από τη Μόσχα υφίσταται και τις συνέπειες ενός πολέμου που εξελίσσεται με στρατιωτικά μέσα και με συμμετέχουσες δυνάμεις Μουσουλμάνων Τσετσένων αυτονομιστών.

Ο πόλεμος και η πνευματική αυθαιρεσία της Μόσχας στρέφεται και κατά της μήτρας της σλαβικής Ορθοδοξίας και της Λαύρας των Σπηλαίων του Κίεβου. Η Ουκρανία έχει ζωτική σημασία για την Ρωσική Ορθοδοξία, που θεωρεί το Κίεβο λίκνο της. Η σκληρή στάση του Πατριαρχείου Μόσχας στρέφεται και κατά της Μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Το Πατριαρχείο Μόσχας προχώρησε στην διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας και μνημόνευσης του Οικουμενικού Πατριάρχη παρά την διατήρηση της μνημόνευσης του Πατριάρχου Μόσχας από τον Οικουμενικό θρόνο. Η διπλωματία των εκκλησιών που ασκείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετωπίζεται με ακρότατη σκληρότητα από τον Πατριάρχη Μόσχας, όχι εξ αιτίας θρησκευτικών και θεολογικών διαφορών αλλά επειδή διαπιστωμένα έχει απωλέσει στην Ουκρανία το εκκλησιαστικό πλήρωμα, τους οικονομικούς πόρους, και αντικειμενικά έχει αποκοπεί από τις ρίζες, με συνέπεια να μη δικαιούται πλέον να φέρει τον τίτλο «πάσης Ρως».

Η Τουρκική Δημοκρατία, στην οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει την έδρα του από την δημιουργία του, έστω και αν ο εκκλησιαστικός θεσμός διοικητικά υπάγεται στο νομικό σύστημα της χώρας, επιλέγει να εμπλακεί στην εκκλησιαστική τάξη άλλης θρησκείας. Η Άγκυρα γνωρίζει ότι δεν δικαιούται να διώξει την ΑΘΠ τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τα μέλη της Συνόδου για θέματα που αφορούν την θρησκευτική υπόσταση του Οικουμενικού Θρόνου. Η αναγνώριση της Ορθοδόξου Οικουμενικής υπόστασης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που αποδίδεται στον προκαθήμενο από τους Ορθοδόξους δεν τίθεται στην αμφισβήτηση αλλοθρήσκων, όπως και οι Χριστιανοί δεν δικαιούνται να αμφισβητούν πρωτεία που εξασφαλίζουν άλλες θρησκείες στους θρησκευτικούς λειτουργούς, θρησκευτικούς ηγέτες, ή και σε προσκυνηματικούς-λατρευτικούς χώρους.

Η Τουρκική Δημοκρατία, είτε αποδέχεται ότι αποτελεί συνέχεια της Οθωμανικής κληρονομιάς είτε του κεμαλικού καθεστώτος που εξελίσσεται σε ισλαμολαϊκή δημοκρατία, θα ήταν σκόπιμο να εφαρμόσει τις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου και του δικαίου περί μειονοτήτων, που επικαλέστηκε ο Πρόεδρος της Τουρκίας στην ομιλία του στην Ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Απαίτησε σεβασμό των δικαιωμάτων των Μουσουλμάνων και των προσκυνημάτων τους σε διάφορα μέρη του κόσμου και, συνεπώς, η έννομη τάξη της χώρας του οφείλει να σέβεται την θρησκευτική διαφορετικότητα των υπηκόων της εξασφαλίζοντας όρους σιγουριάς που δεν θα επιτρέψουν εκτροπή με αφορμή τα θρησκευτικά δικαιώματα και τις αρμοδιότητες του Οικουμενικού Θρόνου της Ορθοδοξίας που εδρεύει στην ιστορική πόλη του Κωνσταντίνου. Εξ άλλου, η Συνθήκη της Λωζάννης επιβάλλει σεβασμό στα θρησκευτικά δικαιώματα των Χριστιανών, που υπόκεινται στις ρυθμίσεις του διεθνούς συμβατικού κειμένου. Ο πρόεδρος Ερντογάν αντιλαμβανόμενος την σημασία της διπλωματίας των θρησκειών, από τη μια πλευρά προσπαθεί να προβάλει ως προστάτης των Μουσουλμάνων του κόσμου και –υπερβάλλοντας- απαιτεί Τούρκο εκπρόσωπο στο τζαμί της Αθήνας, από την άλλη ανέχεται πολίτες της Τουρκίας να στρέφονται κατά της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχη, αλλά και λειτουργών άλλων χριστιανικών δογμάτων. Η θρησκευτική του παιδεία, όμως, τον υποχρεώνει να αναγνωρίζει ότι η κοιτίδα του Ισλάμ δεν είναι στην Τουρκία, αλλά στη Μέκκα και τη Μεδίνα, στο Βασίλειο των Σαούντ, μια αξιωματική πραγματικότητα την οποία δεν δύναται να υπερβεί με οποιαδήποτε εκτροπή της διπλωματίας των θρησκειών.