Η Τουρκία βάλλει κατά της θρησκευτικής διαφορετικότητας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία βάλλει κατά της θρησκευτικής διαφορετικότητας

Η επίθεση κατά της οικουμενικότητας του Πατριάρχη Βαρθολομαίου και ο ρόλος της θρησκευτικής διπλωματίας

Ο επίσκοπος Ρώμης αναγνωρίσθηκε ως πρώτος αποδίδοντας τα πρωτεία στον πρωτόκλητο των Αποστόλων Πέτρο, ο οποίος στη Ρώμη θεμελίωσε το Χριστιανισμό στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη (330 μ.Χ) ο επίσκοπός της αναγνωρίσθηκε ως δεύτερος στην εκκλησιαστική τάξη, παραμερίζοντας τους επισκόπους Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, σύμφωνα με τον 3ο κανόνα της Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη (381 μ.Χ). Αργότερα με τον 28ο κανόνα η 4η Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος αναγνώρισε ίσα πρεσβεία για τους επισκόπους Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια δυσαρεστημένες από την ιεράρχηση που επικράτησε εκκλησιαστικά δεν σταμάτησαν τον ανταγωνισμό με την Κωνσταντινούπολη. Ο ανταγωνισμός των δύο πρεσβυγενών πατριαρχείων με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως αρκετές φορές κατέληγε είτε σε αλλαγή πατριαρχών, κυρίως μετά την πίεση που ασκούσε η θεολογικά αλλά και αριθμητικά ισχυρή Αλεξάνδρεια, είτε σε θρησκευτικές διαφοροποιήσεις που επέφεραν θεολογικές συγκρούσεις. Σταδιακά το πλήρωμα της Χριστιανικής Εκκλησίας διασπάστηκε σε μονοφυσίτες, εικονολάτρες, εικονοκλάστες, θεολογικές τάσεις και αιρέσεις που ρυθμίσθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους. Μέχρι και σήμερα οι θρησκευτικές ρήξεις των πιστών διαμορφώνουν την ποικιλότητα των Χριστιανών σε Ορθοδόξους, Καθολικούς, Προτεστάντες/Καλβινιστές, Κόπτες, Συροχαλδαίους, Μαρωνίτες, Αρμένιους, Ουνίτες, και άλλες μικρότερες διαφοροποιήσεις στο Σώμα της Χριστιανικής Εκκλησίας.

Τα πέντε Πατριαρχεία, Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, και Ιεροσολύμων χαρακτηρίζονται ως πρεσβυγενή και η τάξη που κατατάσσονται είναι τιμητική. Κυρίαρχη παραμένει η ισότητα των επισκόπων. Η εκκλησιαστική διοίκηση ήταν θέμα των πέντε πατριαρχών, γνωστή και ως πενταρχία. Για να λυθεί οποιοδήποτε δογματικό θέμα έπρεπε να συγκληθεί σύνοδος όλων των επισκόπων της οικουμένης, δηλαδή του τότε γνωστού χριστιανικού κόσμου. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι εξασφάλιζαν την ενότητα, δογματική και διοικητική, με αποφάσεις που δέσμευαν όλες τις χριστιανικές εκκλησίες και το πλήρωμά τους.

Η 4η Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος (451 μ.Χ) με τον ΚΗ (28) κανόνα αναγνωρίζει στην Κωνσταντινούπολη ισότιμα ως πρεσβεία τιμής με τη Ρώμη και της παρέχει το δικαίωμα να χειροτονεί επισκόπους ανά τον κόσμο καθώς επίσης και επισκοπική δικαιοδοσία στην Θράκη, τον Πόντο, και την Ασιανή (Μικρά Ασία). Με τον τελευταίο Κανόνα Λ (30) υποβιβάζει την Αλεξάνδρεια στην πέμπτη θέση της τιμητικής σειράς των πρεσβυγενών πατριαρχείων, χωρίς όμως να μπορεί να παρέμβει στην δικαιοδοσία τους, τα οποία είχαν και συνεχίζουν να διατηρούν τα σαφέστατα γεωγραφικά όρια αρμοδιότητάς τους.

Η επιβολή των ενιαίων θεολογικών θέσεων που αποφασίσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους για την αντιμετώπιση των αιρέσεων συνέπτυξε και παγίωσε την αυτοκρατορική Εκκλησία ,που καθοδηγείτο από την Κωνσταντινούπολη, συρρικνωμένη μετά τις αιρέσεις, αλλά κυρίαρχη στον ελληνόφωνο κόσμο της Ανατολής και στο λατινόφωνο της Δύσης. Αργότερα, η ποιμαντική εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επεκτάθηκα πολύ πέραν των συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στους Σλάβους και στην Ευρώπη.

Ιστορικά και εκκλησιαστικά επιβεβαιώνεται ότι περί τα μέσα του 5ου αιώνα εμφανίζεται ο τίτλος «Οικουμενικός» για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Την ίδια εποχή στην Δυτική αυτοκρατορία επελαύνουν βάρβαροι και τον 7ο αιώνα εισβάλουν Άραβες στην Βόρεια Αφρική, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, και επεκτείνεται ο Μουσουλμανισμός. Το σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας μετά την τέταρτη Σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τους σταυροφόρους δημιούργησαν τετελεσμένο ρήγμα που απομάκρυνε οριστικά τον Δυτικό από τον Ανατολικό χριστιανικό κόσμο. Όμως, το σχίσμα ισχυροποίησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ορθοδοξία της Ανατολικής Εκκλησίας. Παρά την ρήξη, η πενταρχία παραμένει με την ελπίδα ότι θα αρθούν τα αίτια του σχίσματος και η Χριστιανική Εκκλησία θα λειτουργήσεις δογματικά και διοικητικά στην βάση της πενταρχίας. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αναλαμβάνει τα πρωτεία μεταξύ ίσων, διατηρώντας την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σύμφωνα με τις αποφάσεις των Συνόδων της Εκκλησίας. Η αναγνώριση της Οικουμενικότητας του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζεται διαχρονικά από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς και, στην βάση της εκκλησιαστικής τάξης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης συνεκάλεσε την Πανορθόδοξο Σύνοδο/ Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη, 17-26 Ιουνίου 2016).

Εμφανέστατη σε όλη την ιστορική αναδρομή της Χριστιανικής Εκκλησίας η διπλωματία των εκκλησιών που επιτυγχάνει να διατηρήσει την συνοχή της μέχρι το μεγάλο σχίσμα. Στην συνέχεια η δογματικά διαφοροποιημένη χριστιανική Δύση με διπλωματία των εκκλησιών επαναπροσεγγίζει σταδιακά την Ανατολική χριστιανοσύνη παραμερίζοντας δογματικές ακρότητες. Αποκορύφωμα της διπλωματίας των θρησκειών επιτυγχάνεται με την ιστορική συνάντηση του Πάπα της Ρώμης με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα. Από το 1965 με την λήξη της Β΄ Βατικανής Συνόδου έχουμε άρση των αναθεμάτων ή της ακοινωνησίας που θεσμοθετεί τον «διάλογο της Αγάπης», με συγκεκριμένες χειρονομίες ύψιστου θρησκευτικού συμβολισμού όπως η επιστροφή της κάρας του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα. Ο διάλογος πραγματοποιείται με ίσους όρους. Δεν πρόκειται για διάλογο «εις υπεροχήν του ενός επί τους άλλου». Πρόκειται για διαπραγμάτευση, που με σύγχρονους διπλωματικούς όρους αναγνωρίζεται ως win-win διαδικασία.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΟΙ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ