Το Ισραήλ περιχαρακώνεται αλλά αιμορραγεί | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Ισραήλ περιχαρακώνεται αλλά αιμορραγεί

Πώς η Κατοχή Καταστρέφει τη Χώρα

Πρώτα και κύρια, η συνεχιζόμενη κατοχή πυροδότησε έναν εθνο-θρησκευτικό φανατισμό, που βαθμιαία κυριάρχησε στην ισραηλινή πολιτική. Μολονότι ένας ορισμένος βαθμός εθνοκεντρισμού είναι αναπόφευκτος στο Ισραήλ (η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του, άλλωστε, το προσδιορίζει ως «εβραϊκό κράτος»), οι τυπικά αστικοί κρατικοί θεσμοί του εξελίχθηκαν σταδιακά και έγιναν πιο γνήσια αστικοί μεταξύ 1948 και 1967, τροφοδοτώντας την ανάδειξη μιας ισραηλινής ταυτότητας που αγκάλιαζε πλέον όλους τους Ισραηλινούς, ασχέτως θρησκείας ή εθνικότητας, σε αντιδιαστολή με την αποκλειστικά εβραϊκή εθνική ταυτότητα. Ο πόλεμος του 1967, όμως, αναζωπύρωσε όνειρα για ενσωμάτωση στο σύγχρονο Ισραήλ των περιοχών της Δυτικής Όχθης, που ήταν η γενέτειρα του ιουδαϊσμού. Καθώς οι Εβραίοι πολίτες του Ισραήλ εξοικειώθηκαν με τις μείζονες ιστορικές και θρησκευτικές τοποθεσίες της παράδοσής τους, όπως το Δυτικό Τείχος, βαθμιαία εγκολπώθηκαν την εβραϊκότητά τους εις βάρος της πολιτικής εθνικής τους ταυτότητας. Ταυτόχρονα, επιτυχείς αραβικές προσπάθειες να απονομιμοποιήσουν το Ισραήλ στη διεθνή σκηνή, με γνωστότερη την απόφαση του Ο.Η.Ε. το 1975 που εξισώνει τον σιωνισμό με τον ρατσισμό, τροφοδότησαν μιαν αίσθηση απομόνωσης μεταξύ των Εβραίων του Ισραήλ, ενισχύοντας το γόητρο του εθνο-θρησκευτικού εθνικισμού.

Παρότι το Ισραήλ ακολούθησε σταδιακά μια πιο φιλελεύθερη πολιτική αμέσως μετά το ξέσπασμα της πρώτης ιντιφάντα και των συμφωνιών του Όσλο, οι εθνοκεντρικές τάσεις της χώρας έχουν ενταθεί κατά την τελευταία δεκαετία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην ανάπτυξη κάποιων κοινοτήτων (ιδιαίτερα των μεταναστών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, ένα σχεδόν εκατομμύριο από τους οποίους ήρθαν στο Ισραήλ από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και των φανατικών Εβραίων, τόσο των υπερορθόδοξων όσο και των σιωνιστών), που η σχέση τους με τη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι -για διάφορους ιδεολογικούς και ιστορικούς λόγους- αβέβαιη, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Ωστόσο, ο μεταβαλλόμενος χαρακτήρας της σύγκρουσης κατά την τελευταία δεκαετία είναι, επίσης, ένας σημαντικός παράγοντας. Κατά την κυρίαρχη ισραηλινή αντίληψη, το όραμα των διαπραγματεύσεων του Όσλο κατέρρευσε το 2000, όταν η παλαιστινιακή ηγεσία όχι μόνο απέρριψε τη γενναιόδωρη πρόταση ειρήνης του Ισραήλ, αλλά εξαπέλυσε και μια δεύτερη ιντιφάντα. Η βία που επακολούθησε βύθισε τους Ισραηλινούς στην απογοήτευση και τη διάψευση. Έχουν τη γενική αίσθηση ότι το Ισραήλ έκανε τα πάντα για να τερματίσει τη σύγκρουση, ξεκινώντας από τις αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις για τη μονομερή αποχώρηση από τη Γάζα το 2005 και φθάνοντας μόλις πέρυσι στη διακοπή της κατασκευής οικισμών, και ότι ως απάντηση εισέπραξαν εκ μέρους των Παλαιστινίων την τρομοκρατία και την κωλυσιεργία. Οι Ισραηλινοί πιστεύουν ότι η διεθνής κοινότητα έχει ανερυθρίαστα επιβραβεύσει την παλαιστινιακή ποταπότητα, ενώ η ορθοφροσύνη του Ισραήλ έχει συναντήσει μόνο τη γενική αποδοκιμασία. Υπό την πίεση εκστρατειών για μποϋκοτάζ, μιας πληθώρας διεθνών ερευνών για τη στρατιωτική συμπεριφορά του Ισραήλ, δυνητικών καταγγελιών σε ξένα δικαστήρια για υποτιθέμενη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους Ισραηλινών αξιωματικών και στρατιωτών, του παλαιστινιακού αιτήματος στον Ο.Η.Ε. για κρατική υπόσταση και της επιδείνωσης των σχέσεων με την Αίγυπτο και την Τουρκία, οι Ισραηλινοί έζησαν απομονωμένοι και ετοιμοπόλεμοι για μια γενιά.

Η παρατεταμένη αίσθηση αγωνίας που διέπει τη χώρα έχει ευνοήσει τη θέση, μεταξύ άλλων, του Ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών Αβιγντόρ Λίμπερμαν και του μαχητικού και φανατικά εθνικιστικού κόμματός του, «Γισραέλ Μπεϊτένου» («Ισραήλ, πατρίδα μας»). Το κόμμα εκπροσωπεί τα συμφέροντα τον ρωσόφωνων Εβραίων του Ισραήλ∙ μετανάστες, κυρίως από την πρώην Σοβιετική Ένωση, έδωσαν δύο φορές μεγαλύτερη εκλογική στήριξη στο «Γισραέλ Μπεϊτένου» απ’ όσο σε οποιοδήποτε άλλο κόμμα στις εκλογές του 2009, ενώ απ’ αυτούς προέρχονται πολλοί από τους πλέον εξέχοντες ηγέτες του. Όμως, η επιρροή του «Γισραέλ Μπεϊτένου» ξεπερνά τα όρια της εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής. Πάνω από το μισό της εκλογικής δύναμης του κόμματος προήλθε το 2009 από μη μετανάστες, ενώ η ανελεύθερη στροφή του Ισραήλ έχει ένα τόσο ισχυρό λαϊκό έρεισμα, ώστε δεν θα μπορούσε να την αποδώσει κανείς στο γεγονός ότι η κληρονομιά του κομμουνισμού κατέφυγε στη Μέση Ανατολή. Ο Λίμπερμαν έχει προτείνει την αναγκαστική μετεγκατάσταση ορισμένων Αράβων πολιτών του Ισραήλ στο μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος, σε αντάλλαγμα για τη διατήρηση εβραϊκών οικιστικών συγκροτημάτων στη Δυτική Όχθη, ενώ έχει χαρακτηρίσει τις ισραηλινές μη κυβερνητικές οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως «τρομοκρατικές ομάδες και οπαδούς της τρομοκρατίας».

Πράγματι, ο Λίμπερμαν και τα μέλη του κόμματός του έχουν αναλάβει το καθήκον να σκεπάσουν τις φωνές των ισραηλινών μη κυβερνητικών οργανώσεων που επικεντρώνουν τη δράση τους στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Με τη συνεργασία συμμάχων τους στο δεξιό «Λικούντ» και στο θεωρούμενο ως μετριοπαθές «Καντίμα», έχουν προτείνει νομοσχέδια για σύσταση επιτροπής της Βουλής, με σκοπό τη διερεύνηση της χρηματοδότησης αυτών των οργανώσεων, ώστε να περιορίσουν ενδεχομένως τις πηγές ενίσχυσής τους και να άρουν τη λειτουργία εκείνων για τις οποίες υπάρχει απλώς και μόνο η υποψία ότι αντίκεινται στον καθορισμό του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους. Κάποια αμφιλεγόμενα νομοσχέδια έχουν ήδη ψηφιστεί, όπως αυτό του περασμένου Ιουλίου, που κηρύσσει παράνομη τη δραστηριότητα όποιου καλεί για οικονομικό, πολιτιστικό ή ακαδημαϊκό μποϋκοτάζ εις βάρος προσώπων ή θεσμών μέσα στο Ισραήλ ή στα κατεχόμενα εδάφη.