Η Ελλάδα θύμα τής λιτότητας ή της «ολλανδικής ασθένειας»; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα θύμα τής λιτότητας ή της «ολλανδικής ασθένειας»;

Τι αποκαλύπτει η διάκριση μεταξύ διεθνώς «εμπορευσίμων» και «μη-εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών

Τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν ότι η παραγωγή των αγαθών της «ολλανδικής ασθένειας» αποτελούσαν, το έτος 2000, το 9% του ελληνικού ΑΕΠ. Το έτος 2009 η ποσοστιαία συμμετοχή τους στο ΑΕΠ ήταν ακριβώς η ίδια: 9%. Αντιθέτως, τα «αγαθά Baumol», τα οποία το έτος 2000 αντιστοιχούσαν στο 16% του ΑΕΠ, το 2009 είχαν μειωθεί στο 11,5% του ΑΕΠ. Ήταν η εν λόγω εξέλιξη αποτέλεσμα μίας θεαματικής ανόδου της παραγωγικότητας στην δεκαετή αυτή περίοδο, όπως περιγράφει η θεωρία του «αποτελέσματος Baumol», ή ήταν, μάλλον, το αποτέλεσμα μιας κατάρρευσης της παραγωγικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, οφειλόμενης στο γεγονός ότι εργοδότες και εργαζόμενοι εγκατέλειψαν την μεταποίηση και τις δραστηριότητες προχωρημένης τεχνολογίας (αν υπήρξαν) για να αναζητήσουν τα υψηλότερα κέρδη και τις υψηλότερες αμοιβές που προσέφερε ο τομέας των μη-εμπορευσίμων;

Διαισθητικά, βεβαίως, μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι η συρρίκνωση αυτή του τομέως των «αγαθών Baumol» δεν θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα βελτιωμένης παραγωγικότητας διότι σε μια τέτοια περίπτωση η οικονομία θα είχε αντεπεξέλθει καλύτερα την δοκιμασία και θα είχε αποφύγει την τρέχουσα βαθιά, και εξαιρετικά οδυνηρή κοινωνικά, κρίση. Προκειμένου, όμως, να έχουμε μια πιο στέρεη εκτίμηση για το νόημα αυτών των διαρθρωτικών μετασχηματισμών της ελληνικής οικονομίας, ας εξετάσουμε το θέμα υπό κάποιες διαφορετικές γωνίες όπως είναι: α) οι κινήσεις του εμπορικού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, β) η εξέλιξη της παραγωγικότητας στον μεταποιητικό τομέα, ως ενδεικτικό μέτρο για την εξέλιξη της παραγωγικότητας στο σύνολο της οικονομίας, και γ) οι διεθνείς συγκρίσεις.

Το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κατ’ αρχήν, όχι μόνο παρέμειναν ελλειμματικά καθ’ όλη την διάρκεια της περιόδου αλλά και, σε σύγκριση με το έτος 2000 μάλλον επιδεινώθηκαν, ειδικά στα τελευταία χρόνια της περιόδου. (Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, για παράδειγμα, από -11% του ΑΕΠ το 2008 ανέβηκε στο -14,7% το 2009).

Όσον αφορά την παραγωγικότητα του τομέα της μεταποίησης, δεδομένης της έλλειψης ακριβών στοιχείων, μπορεί κάποιος να συναγάγει έμμεσα την πορεία της παρατηρώντας δύο ομόρροπους και συσχετιζόμενους δείκτες: την ανταγωνιστικότητα και την «τεχνική σύνθεση» των προϊόντων της ελληνικής βιομηχανίας. Η ανταγωνιστικότητα, πρώτα: για την καταβαράθρωσή της κατά την πρώτη περίοδο της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωζώνη υπάρχει άπειρος αριθμός μελετών και εργασιών. (Για συγκεντρωτικούς πίνακες και δείκτες βλ. EC, 2012 και ECB, 2012). Έστω και αν η ανταγωνιστικότητα δεν είναι μια απλή και μονοσήμαντη συνάρτηση της παραγωγικότητας αλλά, επίσης, και του εργατικού κόστους, κανείς δεν θα μπορούσε στα σοβαρά να ισχυρισθεί ότι η παραγωγικότητα στην ελληνική βιομηχανία αυξανόταν ραγδαία την στιγμή που η ανταγωνιστικότητα κατέρρεε. Ένας παρόμοιος ισχυρισμός δεν είναι συμβατός με τις προκείμενες της θεωρίας του Baumol ή όποιας άλλης θεωρίας ερμηνεύει την μετάβαση από μια οικονομία «αγαθών» σε μια οικονομία «υπηρεσιών». Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η ελληνική μεταποίηση στην περίοδο 2000-2009 απλά κατέρρεε και δεν προχωρούσε με γιγαντιαία βήματα αυξήσεως της παραγωγικότητάς της, καθίσταται προφανές και από την εξέταση των στοιχείων γνώσης και τεχνολογικής προόδου που ενσωματωνόταν στα προϊόντα της, στοιχεία τα οποία στην διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου παλινδρομούσαν σημαντικά προς το επίπεδο άλλων οικονομιών των Βαλκανίων με χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα (βλ. Abdon et al, 2010).

Οι διεθνείς συγκρίσεις, επίσης, είναι αποκαλυπτικές. Όλες οι άλλες ευρωπαϊκές μικρές ανοικτές οικονομίες που έχουν υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας από την Ελλάδα, παρουσιάζουν, εν τούτοις, ένα υψηλότερο, και όχι χαμηλότερο ποσοστό «αγαθών Baumol» ως προς το ΑΕΠ τους, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με απόδειξη ότι η καχεξία του τομέως των διεθνώς εμπορευσίμων στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά υψηλής παραγωγικότητας.

Πίνακας 1: Ποσοστό των «αγαθών Baumol» στο ΑΕΠ επιλεγμένων χωρών (2009).
Αυστρία 22,5%
Βέλγιο 16,2%
Δανία 15,2%
Φιλανδία 20,3%
Ελλάδα* 12,3%
Ιρλανδία 28, 0%
Ολλανδία 15,5%

Πηγή: ΟΟΣΑ, Εθνικοί Λογαριασμοί
* Στην συγκεκριμένη πηγή στοιχείων το ποσοστό των «αγαθών Baumol» για την Ελλάδα εμφανίζεται ελαφρά διαφοροποιημένο απ’ ότι στους πίνακες NACE.