Ο ενεργειακός πλούτος τής Συρίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ενεργειακός πλούτος τής Συρίας

Τα πετρελαϊκά συμφέροντα και το συριακό δράμα – Η περίπτωση της Τουρκίας

Στη συνέχεια η Συρία συμφώνησε με το Ιράν και το Ιράκ στις αρχές του 2011, (μόλις δύο μήνες πριν ξεσπάσει η εξέγερση), για την κατασκευή τού Islamic Gas Pipeline, (IGP), στοχεύοντας στην ευρωπαϊκή αγορά [17], παρέχοντας μια εναλλακτική δίοδο για το ιρανικό φυσικό αέριο προς τις ευρωπαϊκές αγορές, επιλογή που δεν επιθυμούν τα αραβικά κράτη τού Κόλπου και κυρίως η Σαουδική Αραβία. Ο αγωγός, 3.100 μιλίων θα επιτρέψει σε 1,4 TCF/y φυσικού αερίου από το ιρανικό λιμάνι Assalouyeh, κοντά στο μεγάλο κοίτασμα του South Pars να μεταφέρεται προς τη Μεσόγειο, (μέσω Ιράκ, Συρίας και Λιβάνου) και την Ευρώπη, θίγοντας τα ενεργειακά συμφέροντα των αραβικών χωρών τού Κόλπου, της Τουρκίας αλλά για πρώτη φορά και της Ρωσίας. Ο IGP έχει 30% αυξημένη χωρητικότητα από τον αγωγό Ναμπούκο, (Ερζερούμ-Αυστρία, που ακόμη βρίσκεται στα σχέδια), παρακάμπτοντας την Τουρκία. Η κατασκευή τού αγωγού αναμένεται να διαρκέσει 4-5 χρόνια, με κόστος 10 δισ. δολάρια. Σημειώνεται ότι η σχετική συμφωνία υποβαθμίζει σημαντικά τον ενεργειακό ρόλο της Άγκυρας και χρονικά συμπίπτει με την μεταστροφή τής τουρκικής πολιτικής έναντι της Συρίας. Μια πραγματικά ανεξάρτητη ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική θα έπρεπε να συνδράμει ουσιαστικά την λειτουργία τού εν λόγω αγωγού, καθόσον θα περιοριζόταν δραστικά η εξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο. Επιπλέον, η επαναλειτουργία του πετρελαιαγωγού από το ιρακινό Κιρκούκ στο λιμάνι Baniyas της Συρίας, κατόπιν συμφωνίας με το Ιράκ, (με εκμετάλλευση δημόσιων φορέων και όχι των διεθνικών ομίλων), αποτελεί άλλη μια σημαντική ενεργειακή παράμετρο, σε βάρος των τουρκικών συμφερόντων και των κερδών των πολυεθνικών επιχειρήσεων.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ…

Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι από το πετρέλαιο και για το πετρέλαιο ξεκίνησε ο έντονος αγώνας κυριαρχίας μεταξύ του συνασπισμένου σε ισχυρούς ομίλους μεγάλου κεφαλαίου με παρεμβάσεις κυβερνήσεων και κρατικών φορέων. Πετρέλαιο και φυσικό αέριο σημαίνουν χρήμα και εξουσία, δυο ισχυρούς παράγοντες, που μπορούν να κάνουν το οτιδήποτε. Πώς αλλιώς για παράδειγμα μια από τις πιο συντηρητικές μουσουλμανικές χώρες τού κόσμου, η Σαουδική Αραβία θα είχε ευθυγραμμιστεί εδώ και χρόνια τόσο στενά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα υπόδειγμα φιλελεύθερης σκέψης και προσωπικής ελευθερίας; Φυσικά ισχύει και το αντίστροφο ερώτημα.

Η πολιτική αναταραχή στην Συρία ξεκίνησε στα μέσα Μαρτίου του 2011. Ακολούθησε πρόσθετη επιβολή κυρώσεων στη Δαμασκό από τις ΗΠΑ και την ΕΕ [18] καθώς και συμπληρωματικές κυρώσεις από την Ουάσιγκτον, στον τομέα τής ενέργειας τον Αύγουστο του 2011. Οι αμερικανικοί πετρελαϊκοί όμιλοι δεν μπορούν να λάβουν μέρος στην εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου τής Συρίας και στην αξιοποίηση της θέσης της ως χώρας διέλευσης ενεργειακών πόρων τής περιοχής. Συνεπώς, ούτε οι ανταγωνιστές τους θα έπρεπε να είχαν αυτές τις δυνατότητες: σύντομα η ΕΕ, με πρωτοστάτη την Βρετανία ακολούθησε τις ΗΠΑ στις κυρώσεις, σε βάρος των δικών της συμφερόντων, (γεωενεργειακή πλάνη). Η τελευταία, με την οικονομική κρίση στην ευρωζώνη δείχνει να παραμελεί τον ρόλο της στη γειτονική της περιοχή ενώ η Γαλλία, η οποία διαθέτει πολλαπλά ερείσματα στη Συρία και θεωρεί την Ανατολική Μεσόγειο ως ιστορική σφαίρα επιρροής της, δεν επιθυμεί να αντιταχθεί στα αμερικανικά σχέδια. Η Τουρκία ύστερα από μια αμφιταλάντευση συντάχθηκε κατά του συριακού καθεστώτος. Συνεπώς στο βάθος τής συριακής κρίσης υφίσταται ένας ακήρυκτος γεωενεργειακός πόλεμος: από τότε που τέθηκαν τα ζητήματα των χερσαίων διαδρομών των υδρογονανθράκων με ασφάλεια και των κοιτασμάτων τής λεκάνης τής Λεβαντίνης, η Συρία απέκτησε κεντρική ενεργειακή σημασία λόγω του πλούτου και της γεωγραφικής της θέσης, (οικονομικότερες, ασφαλέστερες και συνεπώς προσφορότερες διαδρομές, από αυτές της Τουρκίας). Από την άλλη πλευρά η Κίνα και η Ινδία συμμετέχουν στην παραγωγή πετρελαίου τής Συρίας (γεωενεργειακά κέρδη), η Ρωσία διαθέτει στο έδαφός της στρατιωτικές βάσεις και ευκολίες (γεωστρατηγικά οφέλη) και το Ισραήλ στηρίζεται στην σταθερότητα και στην ασφάλεια ενός γνώριμου καθεστώτος, (γεωπολιτικά συμφέροντα).

Η θέση τής Δαμασκού είναι στρατηγική όσον αφορά στην ενεργειακή ασφάλεια και στις προοπτικές των οδών διαμετακόμισης ενεργειακών πόρων. Η περιφερειακή ολοκλήρωση στον τομέα της ενέργειας αναμενόταν πρίν το ξέσπασμα της κρίσης να αυξηθεί: σχέδια για την επέκταση των δικτύων μεταφοράς ενεργειακών πόρων, που θα συνέδεαν τη Συρία με τις γειτονικές χώρες Ιράκ, Ιράν, Τουρκία ακόμα και με το Αζερμπαϊτζάν, προσέθεταν σημαντική προστιθέμενη αξία στις υφιστάμενες συνδέσεις με Αίγυπτο και Λίβανο. Επιπλέον, οι υφιστάμενοι ενεργειακοί πόροι τής χώρας καθώς και η πρόσφατη ανακάλυψη μεγάλων υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε ένα σχετικά ανεξερεύνητο μέρος τής Ανατολικής Μεσογείου, επαυξάνει σημαντικά την γεωενεργειακή σπουδαιότητα της Συρίας.

Μια Συρία που ασκεί ανεξάρτητη εθνική ενεργειακή πολιτική ή επιλέγει συμμαχίες με περιφερειακούς ανταγωνιστές τής Τουρκίας, (έστω και αν η πολιτική της εμπεριείχε τη συνεργασία και με την Άγκυρα, τουλάχιστον ως ένα βαθμό), έχει σημαντικές δυνητικές αρνητικές συνέπειες, γεγονός που βάρυνε ιδιαίτερα στη διαμόρφωση της τρέχουσας τουρκικής πολιτικής. Η επιδίωξη των ηγετικών τάξεων της Άγκυρας να κατακτήσουν κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό ρόλο στην περιοχή, ως μεγάλο κέντρο ενεργειακών δικτύων, καθίσταται ανέφικτος [19]. Οι προαναφερόμενοι αγωγοί διέλυαν τα σχέδια και τα οράματα της Τουρκίας για την ανάδειξή της σε ενεργειακό κόμβο της περιοχής και συνεπώς και τις δυνατότητές της για περιφερειακή δύναμη. Συνεπώς, το περίπλοκο ενεργειακό παιχνίδι και οι αντιπαλότητες που αναπτύσσονται ήταν ο βασικός λόγος που η Τουρκία αποφάσισε τελικά να στραφεί αποφασιστικά κατά του Άσαντ.