Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παρανόηση περί «ανάπτυξης» και «λιτότητας»

Ο πολιτικός λαϊκισμός και ο ρόλος του στην καταστροφή τής οικονομίας

Απομακρυνόμενος κανείς από την κυριαρχούσα πολιτευτική και οικονομολογική δημηγορία είναι σε θέση να καταλήξει στα εξής κεφαλαιώδες συμπεράσματα, όσον αφορά την «λιτότητα» και την «ανάπτυξη»: η επιλογή οικονομικής πολιτικής, στις πλείστες των περιπτώσεων, δεν είναι ελεύθερη από περιορισμούς. Η οικονομική πολιτική που εφαρμόσθηκε στο παρελθόν, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, είναι σε μεγάλο βαθμό «υπεύθυνη» και για την οικονομική πολιτική που πρέπει να εφαρμοσθεί σήμερα, καθώς και για τα όρια εντός των οποίων είναι δυνατόν αυτή να κινηθεί. Απόλυτα προσδιοριστικοί παράγοντες προς τούτο είναι η παρούσα κλαδική διάρθρωση της οικονομίας, αλλά και το άνυσμα που αφ’ ενός μεν ορίζεται από τις σχετικές τιμές της, αφ’ ετέρου δε προσδιορίζει την δυνητική περαιτέρω κατεύθυνση και αναπτυξιακή πορεία της -παράγοντες που και οι δύο είναι καθ’ ολοκληρίαν προϊόντα των πολιτικών των προηγουμένων ιστορικών περιόδων. Όμως, με δεδομένους τους δύο αυτούς παράγοντες, υπάρχει μόνο μια «άριστη ατραπός» προς την ανάπτυξη, την οποία η οικονομία θα πρέπει να ακολουθήσει. Η Ελλάδα, σήμερα, αποτελεί το πλέον γλαφυρό παράδειγμα. Η παρούσα κατάστασή της είναι σαφέστατα προϊόν εξαιρετικά επιπόλαιων και ανεύθυνων οικονομικών πολιτικών, (που είχαν ως πυρήνα τους την αφελή πεποίθηση ότι η «λιτότητα» είναι το αντίθετο της «ανάπτυξης» και συνεπώς επεδίωξαν την δεύτερη παραμερίζοντας την πρώτη). Η αναζήτηση, συνεπώς, των όρων τής αναπτυξιακής της ισορροπίας (δηλαδή, της «άριστης ατραπού προς την ανάπτυξη»), δεν μπορεί να παραγνωρίζει τα σφάλματα του παρελθόντος.

Το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος τής Ελλάδας σήμερα -του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα μαζί- ξεπερνάει τα 400 δισεκατομμύρια ευρώ [6]. Το ποσό αυτό αποτελεί μια μερική απεικόνιση της διαφοράς όσων προϊόντων παρήγαγε η Ελλάδα με όσα προϊόντα κατανάλωσε σε όλη την μεταπολεμική περίοδο. Εάν δεν υπήρχε η αναγκαστική γενναιοδωρία των εταίρων μας, που μας παρέχουν προνομιακό επιτόκιο για το μεγαλύτερο μέρος τού δημοσίου χρέους μας που διακρατούν, (και το οποίο δημόσιο χρέος είναι το πιο σημαντικό τμήμα τού εξωτερικού μας χρέους), η εξυπηρέτησή του και μόνο -όχι η αποπληρωμή του- με ένα «ευνοϊκό» επιτόκιο του ύψους τού 4,5% θα απαιτούσε ετήσιες δόσεις 18 δισεκατομμυρίων, δηλαδή του 10% του ελληνικού ΑΕΠ. 18 δισεκατομμυρίων που, πρέπει να γίνει κατανοητό, δεν θα επέστρεφαν για να ανακυκλώνονται στην ελληνική οικονομία αλλά θα εξέρχονταν από αυτήν και θα χάνονταν για πάντα. Πρόκειται για μια τεράστια επιβάρυνση, την οποία στην πραγματικότητα καμία οικονομία δεν θα άντεχε να υποστεί. Είναι μια επιβάρυνση, όμως, την οποία η παρούσα γενεά αλλά και οι προηγούμενες όχι απλά μερίμνησαν αλλά αγωνίστηκαν στους δρόμους για να δημιουργήσουν και να μεταβιβάσουν, ως εθνική παρακαταθήκη, στις επερχόμενες γενεές. Χωρίς καν να τις υποχρεώσει, να τις παρασύρει ή να τις εξαπατήσει προς τούτο κάποιος επίβουλος ξένος.

Για να εξυπηρετεί το χρέος η Ελλάδα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ευρώ τα οποία κυκλοφορούν και ανακυκλώνονται στην ελληνική αγορά διότι, αν συνέβαινε κάτι παρόμοιο, σε λίγα χρόνια η ελληνική οικονομία θα είχε αποστραγγισθεί πλήρως από νομισματική κυκλοφορία. Πρέπει, αντιθέτως, να χρησιμοποιήσει ευρώ που εισάγονται από το εξωτερικό στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών της με ξένες χώρες. (Εάν εθνικό νόμισμα ήταν η δραχμή θα λέγαμε ότι η χώρα, προκειμένου να εξυπηρετεί το εξωτερικό χρέος της, χρειάζεται συνάλλαγμα που μόνο μέσω του εξωτερικού εμπορίου μπορεί να εξασφαλίσει). Τα απαιτούμενα ευρώ για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, όμως, δεν μπορούν να προέλθουν από κάθε κλάδο και τομέα τής ελληνικής οικονομίας, διότι οι περισσότεροι εξ αυτών δεν συναλλάσσονται με το εξωτερικό. Μπορούν να προέλθουν μόνο από τον ευρύτερο τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή από εκείνον τον τομέα που κατευθύνει το προϊόν που παράγει είτε στις εξωτερικές αγορές, είτε σε εκείνες τις εσωτερικές αγορές όπου για να βρει αγοραστές πρέπει να ανταγωνιστεί, αποτελεσματικά, και να εκτοπίσει ομοειδή προϊόντα που εισάγονται ή είναι δυνατόν να εισαχθούν, από το εξωτερικό. Τα εισοδήματα του τομέως των «διεθνώς εμπορευσίμων» της ελληνικής οικονομίας, σήμερα, δεν ξεπερνούν τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ [7]. Δηλαδή είναι το 10% του εξωτερικού χρέους τής χώρας.

Εάν η Ελλάδα επιθυμούσε (ή εξαναγκαζόταν) να αποπληρώσει το εξωτερικό της χρέος στον συντομότερο δυνατό χρόνο, και ως διευκόλυνση της παρεχόταν (ή εξασφάλιζε) μηδενικό επιτόκιο, τότε θα έπρεπε επί μια δεκαετία να διαθέτει για την αποπληρωμή όλο το εισόδημα του τομέως των «διεθνώς εμπορευσίμων». Αυτό βεβαίως θα σήμαινε ότι για την ίδια περίοδο η ελληνική οικονομία δεν θα εισήγαγε απολύτως τίποτε. Επίσης ότι δεν θα επένδυε απολύτως τίποτε. Ότι -στην καλύτερη περίπτωση, που μάλλον όμως θα ήταν ανέφικτο να επιτευχθεί- θα κατανάλωνε ό,τι καταναλώνει σήμερα, μειωμένο κατά τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ. Καθώς και ότι, για όση περίοδο διαρκούσε η αποπληρωμή τού εξωτερικού χρέους, δεν θα υπήρχε η παραμικρή αύξηση στις αποδοχές οιουδήποτε εργαζομένου είτε στον ίδιο τον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» είτε στον συμπληρωματικό τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών.

Μπορούν να συμβούν όλα τα παραπάνω στην πραγματική ζωή; Φυσικά και δεν μπορούν, όχι μόνο διότι οι δευτερογενείς επιπτώσεις θα ήταν πολύ μεγάλες αλλά και τα πρακτικά προβλήματα τόσο πολλά ώστε κάθε οικονομική λειτουργία στην χώρα θα απονεκρωνόταν. Ας παραμείνουμε, όμως, στην καθαρά θεωρητική υπόθεση ότι ο ελληνικός λαός δεν θα εξοντωνόταν από την πείνα αλλά, απλά, η οικονομία θα περιερχόταν σε πλήρη στασιμότητα έως ότου να αποπληρωθεί το εξωτερικό χρέος. Για ποιο λόγο θα συνέβαινε κάτι τέτοιο; Η απάντηση είναι πως θα συνέβαινε διότι ο τομέας των «διεθνώς εμπορευσίμων», εκτός του ότι μας παρέχει τρόφιμα, φάρμακα και καύσιμα, επιτελεί και τις εξής νευραλγικότατες λειτουργίες: