Η νέα εποχή της αυτάρκειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η νέα εποχή της αυτάρκειας

Γιατί οι πιο κερδισμένοι της παγκοσμιοποίησης βρίσκονται τώρα σε αποστολή για αυτάρκεια*

Στην Ινδία και την Κίνα, ο πολιτισμός, η βιομηχανική πολιτική και άλλοι διαρθρωτικοί παράγοντες έχουν διευκολύνει περαιτέρω μια στροφή στην αυτάρκεια. Και οι δύο χώρες έχουν πολύ μεγάλες αγορές εργασίας με υψηλά επίπεδα κινητικότητας, χαμηλά επίπεδα οργάνωσης των εργαζομένων, ισχυρές «από πάνω προς τα κάτω» πολιτικές που διασκορπίζουν γεωγραφικά την βιομηχανία, και κουλτούρες που εκτιμούν τις δεξιότητες και την επιχειρηματικότητα. Έχουν επίσης τουλάχιστον δύο γενιές επιχειρηματιών που πιστεύουν ότι η ευημερία τους εξαρτάται από την συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, στην απόκτηση πνευματικής ιδιοκτησίας, και στην πώληση προϊόντων στην εγχώρια αγορά. Αυτές οι ιδιότητες δεν είναι μοναδικές για την Ινδία και την Κίνα, αλλά η Ινδία και η Κίνα είναι οι μόνες χώρες που τις συνδυάζουν με μεγάλες εγχώριες αγορές και ενεργή κυβερνητική υποστήριξη για τις τοπικές εταιρείες. Οι κυβερνήσεις σε αμφότερες τις χώρες όχι μόνο προστατεύουν τις εγχώριες επιχειρήσεις από ξένους ανταγωνιστές, αλλά εργάζονται επίσης για να αποτρέψουν τις εταιρείες από το να μονοπωλήσουν συγκεκριμένους τομείς εγχωρίως. Με αυτόν τον τρόπο, διατηρούν τουλάχιστον μερικά από τα οφέλη του εσωτερικού ανταγωνισμού.

Ωστόσο, η Κίνα και η Ινδία εξαρτώνται από πτυχές της δικτυωμένης, παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Αμφότερες είναι βαθιά ενταγμένες στις διαχωρισμένες παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που κατέστησαν δυνατή την ανάπτυξή τους. Οι κινητήριες δυνάμεις της ευημερίας τους δεν ήταν τα τεράστια κρατικά-βιομηχανικά έργα που τροφοδότησαν την άνοδο της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας σε μια παλαιότερη εποχή της παγκοσμιοποίησης, αλλά μάλλον ο δικτυωμένος, συνδυασμένος κόσμος των αντικαταστάσιμων προμηθευτών που ανταγωνίζονται διασυνοριακά για κάθε κρίκο στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Ωστόσο, όπως είπε ο Xi σε μια ομιλία του τον Ιούλιο του 2020 [2] σε επιχειρηματίες στο Πεκίνο, αυτό που διαφοροποιεί την Κίνα από άλλες χώρες είναι η «εγχώρια υπερ-ευρεία αγορά», την οποία σκοπεύει να ενισχύσει «μέσω της ευημερίας της εγχώριας οικονομίας και της απελευθέρωσης του εγχώριου κύκλου … [για] να οδηγήσει την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας». Η αυτάρκεια, υπό αυτή την έννοια, είναι στόχος της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής. Μεταξύ άλλων, ο Xi σκοπεύει να αξιοποιήσει την εγχώρια ζήτηση τελικών και ενδιάμεσων αγαθών για να καταστήσει την χώρα του μια βιώσιμη, προστατευόμενη, και ελεγχόμενη αγορά που μπορεί να εμπλέκεται διεθνώς κατά την κρίση της. Ο στόχος του δεν είναι η παγκοσμιοποίηση, με άλλα λόγια, αλλά ένας παγκοσμιοποιημένος, δικτυωμένος μερκαντιλισμός, που είναι επίσης ο στόχος του atmanirbhar του Modi.

Η εικόνα είναι κάπως διαφορετική στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η μετάβαση στον οικονομικό εθνικισμό προήλθε λιγότερο από πολιτιστικούς ή διαρθρωτικούς παράγοντες από όσο από την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια για τον νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος με την σειρά του βοήθησε στην οικοδόμηση πολιτικής υποστήριξης για νέες βιομηχανικές πολιτικές. Ο «οικονομικός εθνικισμός» του Τραμπ εκδηλώθηκε ως επί το πλείστον με τη μορφή επιζήμιων δασμών και εμπορικών πολέμων (οι υποσχέσεις της εκστρατείας του για σημαντικές δαπάνες υποδομών δεν υλοποιήθηκαν ποτέ). Αλλά αυτές οι πολιτικές έσπασαν το ξόρκι της παγκοσμιοποίησης -και με ένα φαινομενικά χαμηλό τίμημα. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις ΗΠΑ έφτασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα πριν από την πανδημία της COVID-19, ενώ η ανεργία έπεσε στο χαμηλό 3,5%. Ο μέσος μισθός των εργαζομένων αυξήθηκε κατά 3% ετησίως κατά τα πρώτα τρία χρόνια της προεδρίας του Τραμπ. Τα κέρδη της εργασίας πήγαν δυσανάλογα [περισσότερο] στους Μαύρους και τους Ισπανόφωνους Αμερικανούς, ιδίως στις γυναίκες, φέρνοντας τις αποκλεισμένες ομάδες στην οικονομία. Τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης αυξήθηκαν και το ΑΕΠ ξεπέρασε εκείνο των ομόλογων οικονομιών [3].

Η φαινομενική οικονομική επιτυχία του Τραμπ βοήθησε στη νομιμοποίηση της ιδέας της κυβερνητικής παρέμβασης στην οικονομία. Το 2020, ο Jake Sullivan, βετεράνος της κυβέρνησης Ομπάμα, ο οποίος σύντομα έγινε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Μπάιντεν, συν-έγραψε ένα άρθρο στο [περιοδικό] Foreign Policy, επισημαίνοντας ότι «η υποστήριξη της βιομηχανικής πολιτικής (σε γενικές γραμμές, κυβερνητικές δράσεις με στόχο την αναμόρφωση της οικονομίας) κάποτε θεωρείτο ντροπιαστική -τώρα θα πρέπει να θεωρείται κάτι που είναι σχεδόν προφανές». Στην πορεία της προεκλογικής εκστρατείας, ο Μπάιντεν υποσχέθηκε να δαπανήσει 400 δισεκατομμύρια δολάρια για προμήθειες σε μια πολιτική «Αγοράστε Αμερικανικά» και 300 δισεκατομμύρια δολάρια για κρατικά κατευθυνόμενη Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) με στόχο την αύξηση της τεχνολογικής αυτοδυναμίας και την εξασφάλιση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης. Τώρα που ο Μπάιντεν είναι στην εξουσία, η κυβέρνησή του έχει υποστηρίξει τεράστιες επενδύσεις για την αύξηση της εγχώριας ικανότητας, ιδίως στις υποδομές. «Ούτε ένα συμβόλαιο δεν θα πάει έξω», δήλωσε ο Μπάιντεν καθώς αποκάλυψε την πρόταση ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τις υποδομές, «[ούτε ένα συμβόλαιο] που δεν θα πάει σε μια εταιρεία που είναι αμερικανική με αμερικανικά προϊόντα, σε όλη την διαδρομή [της δουλειάς], και με Αμερικανούς εργαζόμενους».

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ

Το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει αυτή η νέα εποχή της αυτάρκειας εξαρτάται εν μέρει από την διάρκεια και την ένταση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Οι κυβερνήσεις των «Big Three» [των «Τριών Μεγάλων»] πιθανότατα θα συνεχίσουν να πιέζουν για αυτάρκεια για όσο διάστημα υπάρχει αυξημένος ανταγωνισμός ασφάλειας -ο οποίος στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, και της Ινδίας και της Κίνας, θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλος χρόνος.