Η διπλωματία —και η στρατηγική ασάφεια— μπορούν να αποτρέψουν μια κρίση στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η διπλωματία —και η στρατηγική ασάφεια— μπορούν να αποτρέψουν μια κρίση στην Ουκρανία

Μιλήστε με τον Πούτιν, αλλά αφήστε τον να εικάζει

Η σημερινή στρατιωτική συγκέντρωση της Ρωσίας κοντά στα ουκρανικά σύνορα έχει αυξήσει την πιθανότητα μιας νέας εισβολής στην Ουκρανία, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει αυτό που ο Πούτιν επιδιώκει εδώ και καιρό: μια νέα, φιλορωσική κυβέρνηση στο Κίεβο και την εγκατάλειψη των προσπαθειών της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Το Κρεμλίνο ίσως ήλπιζε αρχικά ότι ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντιμίρ Ζελένσκι, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του δεσμευόμενος να επεξεργαστεί ένα modus vivendi, θα ήταν πρόθυμος να συμβιβασθεί. Αλλά η Μόσχα τον βλέπει τώρα ως έναν ολοένα και πιο εχθρικό αντίπαλο. Ο Ζελένσκι έχει κλείσει τα φιλορωσικά μέσα ενημέρωσης και έχει καταδιώξει τον Βίκτορ Μεντβεντσούκ, έναν εξέχοντα Ουκρανό ολιγάρχη ο οποίος θεωρείται ότι είναι ο άνθρωπος του Πούτιν στην Ουκρανία. Πρόσφατα [ο Ζελένσκι] προειδοποίησε για ένα σχεδιαζόμενο, υποστηριζόμενο από την Ρωσία, πραξικόπημα εναντίον του. Η συγκέντρωση τεθωρακισμένων και στρατιωτικού προσωπικού είναι μια ηχηρή υπενθύμιση ότι οι δύο χώρες ισορροπούν στο χείλος της ανοιχτής σύγκρουσης, την στιγμή που συνεχίζεται μια υποκινούμενη και υποστηριζόμενη από την Ρωσία εξέγερση στην ανατολική [επαρχία] Ντονμπάς.

ΤΟ ΘΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟΣ

Αλλά η Ρωσία μπορεί να μην σηματοδοτεί πραγματικά ότι έρχεται μια επίθεση στην Ουκρανία. Το Κρεμλίνο ίσως να χρησιμοποιεί αυτή την πρωτοφανή ανάπτυξη για να αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες [να καθίσουν] στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να συζητήσουν ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων, όπως έκανε τον Μάρτιο όταν μια παρόμοια στρατιωτική ανάπτυξη ώθησε τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να καλέσει τον Πούτιν σε μια σύνοδο κορυφής [4] στην Γενεύη. Εκείνη η συνάντηση επαναβεβαίωσε τον ρόλο της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης: το Κρεμλίνο κέρδισε μια σύνοδο κορυφής (πριν από την Κίνα), μια συμφωνία για την επιδίωξη των συνομιλιών στρατηγικής σταθερότητας, και την διμερή δέσμευση σε μια σειρά από διαφορετικά ζητήματα. Ο Μπάιντεν δήλωσε μάλιστα ότι η Ρωσία ήταν «άξιος αντίπαλος». Γίνεται τώρα λόγος για άλλη μια πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση κορυφής Μπάιντεν-Πούτιν, πιθανώς στις αρχές του επόμενου έτους. Και χάρη στις τρέχουσες εντάσεις σχετικά με την Ουκρανία, ο Μπάιντεν και ο Πούτιν θα συναντηθούν εικονικά αυτή την εβδομάδα.

Εκτός από το να τραβήξει την προσοχή της Ουάσιγκτον, η [στρατιωτική] ανάπτυξη εξυπηρετεί και άλλους σκοπούς. Αυξάνει την πίεση στο Κίεβο σε μια χρονική περίοδο που η δημοτικότητα του Ζελένσκι πέφτει. Ταράζει τους Ευρωπαίους γείτονες της Ουκρανίας και αφήνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να εικάζουν ποιοι είναι οι πραγματικοί στόχοι της Ρωσίας. Αυτή η ασάφεια αυξάνει τον κίνδυνο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη να παρερμηνεύσουν τις προθέσεις της Ρωσίας και να υπολογίσουν λάθος στην απάντησή τους.

Ωστόσο, είναι δύσκολο να δούμε τι θα κέρδιζε απτά η Ρωσία από μια ανανεωμένη στρατιωτική επίθεση. Η σύγκρουση στη Ντονμπάς έχει αποξενώσει τον ουκρανικό πληθυσμό στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας (εξαιρείται η ίδια η, κυρίως ρωσόφωνη, Ντονμπάς) και βοήθησε στην εδραίωση μιας πιο ενοποιημένης ουκρανικής ταυτότητας. Ο ουκρανικός στρατός είναι σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι ήταν το 2014, χάρη στην Δυτική εκπαίδευση και τα όπλα. Επιπλέον, ο ρωσικός πληθυσμός έχει μικρή διάθεση για έναν πόλεμο στον οποίο θα υπήρχαν σημαντικές απώλειες. Η σχετικά αναίμακτη κατάληψη της Κριμαίας υποστηρίχθηκε με ενθουσιασμό, αλλά η συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Ντονμπάς —στην οποία έχουν ήδη σκοτωθεί 14.000 άνθρωποι και από τις δύο πλευρές— δεν είναι δημοφιλής στην Ρωσία. Δεν είναι ξεκάθαρο ότι μια νέα στρατιωτική επίθεση θα ενίσχυε περαιτέρω την ισχύ του Πούτιν [5] στο εσωτερικό.

Το Κρεμλίνο αφήνει τον κόσμο να εικάζει τις προθέσεις του και επιδιώκει μια πολιτική στρατηγικής ασάφειας. Αυτό καθιστά δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη να γνωρίζουν πώς θα απαντήσουν, περιορίζοντας την Δυτική δράση. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμά του, προετοιμάζοντας μια σειρά επιλογών με τους Ευρωπαίους συμμάχους της -συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των εμπορικών και οικονομικών κυρώσεων και της ενίσχυσης της στρατιωτικής συνεργασίας με την Ουκρανία- αλλά πράττοντάς το μακριά από την δημοσιότητα, διασφαλίζοντας ότι το Κρεμλίνο θα είναι αβέβαιο για το ποια θα ήταν η απάντηση της Ουάσιγκτον σε περίπτωση στρατιωτικής κλιμάκωσης. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ είχαν αποκαλύψει την πολιτική τους για την Ουκρανία. Πίσω στο 2016, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, εξήγησε στο [περιοδικό] The Atlantic [6] γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν απαντήσει πιο σθεναρά στην ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας δύο χρόνια νωρίτερα. Είπε ότι η Ουκρανία ήταν πιο σημαντική για την Ρωσία από όσο ήταν για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι η Ουάσιγκτον δεν είχε δέσμευση στο Κίεβο μέσω Συνθήκης και ότι η Ουκρανία ήταν γείτονας της Ρωσίας αλλά ήταν μακριά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι πραγματικότητες περιόριζαν σταθερά τις επιλογές που είχε στην διάθεσή της η Ουάσιγκτον. Το Κρεμλίνο συμπεραίνει ότι αυτή παραμένει η άποψη των ΗΠΑ και ότι η χρήση ρωσικής στρατιωτικής βίας δεν θα αντιμετωπιστεί με συνακόλουθη Δυτική βία.