Γιατί το αδιέξοδο στην ανατολική Ουκρανία πιθανώς θα διατηρηθεί | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί το αδιέξοδο στην ανατολική Ουκρανία πιθανώς θα διατηρηθεί

Παρά την ρωσική συγκέντρωση στρατευμάτων, το status quo εξυπηρετεί ακόμα και τις δύο πλευρές

Στα έξι χρόνια από τότε, τα «αντι-Μινσκ» στρατόπεδα έχουν το πάνω χέρι. Στην Ουκρανία, οι εθνικιστές ώθησαν τον Ποροσένκο να αναδιαμορφωθεί ως αντι-Ρώσος μιλιταριστής. Στην συνέχεια, το 2019, ο Ποροσένκο ανατράπηκε εύκολα από τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι απέτυχε να τερματίσει τον πόλεμο. Ο Ζελένσκι δεν υποσχέθηκε να εφαρμόσει το Μινσκ, αλλά δεσμεύτηκε να τερματίσει σταδιακά την στρατιωτική σύγκρουση. Αντιμετώπισε έντονη αντίδραση από το Κίνημα για την Αντίσταση στην Συνθηκολόγηση (Movement to Resist Capitulation), έναν χαλαρό συνασπισμό σκληροπυρηνικών που υποστηρίζεται από τον Ποροσένκο, ορισμένοι από τους συνεργάτες του οποίου πήραν τα εύσημα για την διακοπή των πρώτων προσπαθειών του Ζελένσκι να απεμπλέξει ουκρανικές δυνάμεις στην πρώτη γραμμή.

Εν τω μεταξύ, το Κρεμλίνο έχει αποκρούσει αξιόπιστα προσπάθειες του Κιέβου να βρει έναν δρόμο προς την ειρήνη. Από το 2015, το Κίεβο έχει υποβάλλει πολυάριθμες προτάσεις για το πώς μια διεθνής δύναμη ή μια μεταβατική κυβέρνηση θα μπορούσε να επιβλέπει την επανένταξη της Ντονμπάς ως τμήμα της Ουκρανίας. Η Μόσχα απέρριψε κάθε πρόταση. Στην συνέχεια, όταν ο Ζελένσκι ανέλαβε την εξουσία υποσχόμενος να ανανεώσει τους δεσμούς με τις περιοχές που ελέγχονται από τους αυτονομιστές, η Μόσχα σχεδόν αμέσως τον αποδυνάμωσε, με το να κάνει τους πληθυσμούς τους επιλέξιμους για ρωσική υπηκοότητα. Αυτό άφησε τον νέο Ουκρανό ηγέτη στην αμήχανη θέση να προσπαθεί να κερδίσει ξανά πολίτες που, όπως υποστήριξαν οι αντίπαλοί του, είχαν ουσιαστικά ήδη φύγει.

ΕΝΑ ΒΟΛΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Μολονότι τόσο το Κίεβο όσο και η Μόσχα βρίσκονται συχνά σε κόντρα με τις δικές τους εθνικιστικές φατρίες, και οι δύο κυβερνήσεις έχουν ενισχύσει με τον δικό τους τρόπο το αδιέξοδο. Στην Ουκρανία, για παράδειγμα, τόσο ο Ζελένσκι όσο και η σκληροπυρηνική αντιπολίτευση που τον περιφρονεί φαίνεται να πιστεύουν, αν και για διαφορετικούς λόγους, ότι η επανένταξη της Ντονμπάς είναι για την ώρα ανεπιθύμητη: για την κυβέρνηση, το να επιτρέψει την συνέχιση της σύγκρουσης σημαίνει ότι θα αποφύγει τα πολιτικά ναρκοπέδια της επανένωσης, ενώ θα επωφελείται από την σταθερή παροχή Δυτικής βοήθειας και συμπάθειας. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο έχει υπαναχωρήσει από τις δικές του προσπάθειες για την εφαρμογή του Μινσκ, θεωρώντας πιο πρακτικό να επιδιώξει την de facto προσάρτηση ενώ το επίσημο καθεστώς των κρατιδίων της Ντόνετσκ και της Λουχάνσκ παραμένει άλυτο.

Εν τω μεταξύ, οι δύο πλευρές δεν έχουν πραγματοποιήσει κατ' ιδίαν συνομιλίες από τον Απρίλιο του 2020, αλλά συναντήθηκαν μέσω τηλεδιάσκεψης. Αυτόπτες μάρτυρες αυτών των συναντήσεων λένε ότι οι Ρώσοι συμπεριφέρονται όλο και περισσότερο σαν η παρουσία τους να είναι μια πράξη γενναιοδωρίας, επιμένοντας ότι το Κίεβο [πρέπει] να διαπραγματευτεί απευθείας με τους αυτονομιστές. Περιστασιακά, έχουν υπάρξει μικρές πρόοδοι: τον Ιούλιο του 2020, οι πλευρές κατάφεραν να συμφωνήσουν σε μια νέα κατάπαυση του πυρός που περιελάμβανε αυστηρές απαγορεύσεις στην ανταπόδοση πυρών. Ωστόσο, η συμφωνία κατέρρευσε έκτοτε, εν μέρει λόγω της άρνησης του Κιέβου να εφαρμόσει μια διάταξη που απαιτεί από κοινού παρακολούθηση από στρατεύματα που υποστηρίζονται από την Ουκρανία και την Ρωσία.

Οι ίδιες οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες έχουν προσφέρει στρεβλά κίνητρα και στις δύο πλευρές. Η σταθερή ροή των απωλειών σημαίνει ότι κάθε πλευρά μπορεί να παρέχει τακτικά νέες αποδείξεις για την κακία της άλλης. Ακόμη και για τους αυτονομιστές ηγέτες, των οποίων οι πληθυσμοί έχουν υποφέρει περισσότερο εξαιτίας των απωλειών αμάχων, οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρείχαν μια χρήσιμη απόσπαση της προσοχής από την δική τους κακοδιοίκηση και διαφθορά. Στην Ουκρανία αναφορές για Ουκρανούς στρατιώτες που πέθαναν στη μάχη παρέχουν τακτική υπενθύμιση της εκστρατείας της Ρωσίας να υπονομεύσει την δημοκρατία της χώρας. Σπάνια κάποιος στο Κίεβο αναγνωρίζει ότι η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων του εχθρού είναι επίσης Ουκρανοί.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ

Για τα πολλά εκατομμύρια κατοίκους της Ντονμπάς, οι στρατηγικοί υπολογισμοί του Κιέβου και της Μόσχας σημαίνουν ελάχιστα. Σε συζητήσεις συχνά αυτοπροσδιορίζονται αδιακρίτως ως Ρώσοι και Ουκρανοί. Πολλοί είναι ουδέτεροι, αν όχι εχθρικοί προς τον Πούτιν [2], αλλά δεν εμπιστεύονται ούτε το Κίεβο. Δεν είναι πρόθυμοι για Δυτική στρατιωτική βοήθεια, γιατί ανησυχούν πως ό,τι και αν στείλει η Δύση θα μπορούσε να οδηγήσει και τις δύο πλευρές σε κλιμάκωση. Το όνειρό τους δεν είναι να πολεμήσουν τους Ρώσους ή, εναλλακτικά, να νικήσουν την παρακμιακή Δύση. Αυτό που θέλουν είναι να φύγει η πρώτη γραμμή που διασχίζει την περιοχή τους και να γνωρίζουν σε ποια χώρα ζουν. Όλο και περισσότερο, ωστόσο, η έλλειψη επίλυσης της σύγκρουσης έχει δώσει την δική της απάντηση.

Κατά την διάρκεια προηγούμενων φάσεων της σύγκρουσης, η Μόσχα διατήρησε την οικονομική της υποστήριξη προς τα κρατίδια της Ντόνετσκ και της Λουχάνσκ στο ελάχιστο, με το επιχείρημα ότι ήταν αναπόσπαστα μέρη της Ουκρανίας. Αλλά από την άνοιξη του 2020, οι διμερείς περιορισμοί που σχετίζονται με την COVID [3] έχουν αφήσει τους κατοίκους των περιοχών που ελέγχονται από τους αυτονομιστές όλο και πιο απομονωμένους από την Ουκρανία. Πριν από την πανδημία, τα πέντε πολιτικά σημεία ελέγχου κατά μήκος της πρώτης γραμμής κατέγραφαν περίπου ένα εκατομμύριο διελεύσεις το μήνα, κυρίως ηλικιωμένους που ταξίδευαν στην υπό κυβερνητικό έλεγχο στην Ουκρανία για να εισπράξουν τις κρατικές συντάξεις τους. Από τότε, ωστόσο, οι ηγέτες των αυτονομιστών δεν άνοιξαν ποτέ πλήρως τα σημεία ελέγχου, παρά τις σοβαρές, όπως φαίνεται, προσπάθειες των Ουκρανών διαπραγματευτών. Οι διελεύσεις γίνονται με το σταγονόμετρο, φτάνοντας μόλις στο 5% των προηγούμενων επιπέδων τους. Οι κάτοικοι που ακόμα επιθυμούν να ταξιδέψουν στην Ουκρανία πρέπει τώρα να κάνουν ακριβά, πολυήμερα ταξίδια μέσω ρωσικού εδάφους.