Μπορούν οι siloviki να αμφισβητήσουν τον Πούτιν; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορούν οι siloviki να αμφισβητήσουν τον Πούτιν;

Τι θα χρειαζόταν για ένα πραξικόπημα από τον στενό κύκλο του Κρεμλίνου

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, πριν ανέλθει ο Πούτιν στην εξουσία, η ρωσική κυβέρνηση ήταν ανίσχυρη και το Κρεμλίνο υποχρεώθηκε να ισορροπήσει μεταξύ των ανταγωνιστικών ομάδων. Μερικές φορές, αυτό οδήγησε σε προσπάθειες μελών του στρατού να κερδίσουν επιρροή ή ακόμα και να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Τον Οκτώβριο του 1993, μια ομάδα πρώην Σοβιετικών βετεράνων που αυτοαποκαλούνταν Ένωση Αξιωματικών (Union of Officers) συμμετείχαν σε μια υπερσυντηρητική στάση, αλλά συνελήφθησαν πριν ξεκινήσει η εξέγερση. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ένας Ρώσος στρατηγός ονόματι Lev Rokhlin, άφησε τον στρατό και ίδρυσε το δικό του πολιτικό κόμμα που ονομαζόταν Κίνημα για την Υποστήριξη του Στρατού (Movement In Support of the Army), το οποίο είχε ως στόχο να καταλάβει το Κρεμλίνο. [Το κόμμα] κέρδισε γρήγορα δημοτικότητα, αλλά στην συνέχεια, το 1998, η σύζυγος του Rokhlin τον πυροβόλησε κατά την διάρκεια μιας οικογενειακής διαμάχης στη ντάτσα τους [στμ: ρωσική εξοχική κατοικία]. Η δολοφονία έδωσε το έναυσμα για πολλές θεωρίες συνωμοσίας, αλλά ένα πράγμα έγινε σαφές: το κίνημα του Rokhlin δεν επέζησε του θανάτου του.

Εκείνα τα χρόνια, οι υπηρεσίες ασφαλείας και μερικές φορές οι στρατηγοί και οι αξιωματικοί του στρατού χρησιμοποιούσαν την επιρροή τους για να υποστηρίξουν ισχυρούς περιφερειακούς ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του δημάρχου της Μόσχας, ως αντίβαρο στον πρόεδρο. Αλλά ο Πούτιν έχει εξαλείψει συστηματικά αυτού του είδους την απειλή. Η Ρωσία δεν έχει πλέον οποιεσδήποτε σημαντικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Πούτιν είτε έχουν εξοντωθεί (όπως ο Boris Nemtsov, ο οποίος δολοφονήθηκε κοντά στο Κρεμλίνο το 2015), είτε ρίχτηκαν στην φυλακή (όπως ο Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος είναι έγκλειστος από τον Ιανουάριο του 2021 και πρόσφατα καταδικάστηκε σε νέα ποινή εννέα ετών σε μια ποινική αποικία υψίστης ασφαλείας), ή εξαναγκάστηκαν σε εξορία (όπως σχεδόν όλοι οι υπαρχηγοί του Ναβάλνι και ένας αυξανόμενος αριθμός πρώην μελών του στενού κύκλου, όπως ο Vladimir Milov, πρώην αναπληρωτής Υπουργός Ενέργειας, ο Sergei Aleksashenko, πρώην αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, ακόμη και ο Andrei Kozyrev, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας).

Στις ελάχιστες περιπτώσεις που μέλη του στρατού έχουν αμφισβητήσει τον Πούτιν, εμποδίστηκαν εύκολα. Το 2005, για παράδειγμα, ο Vladimir Kvachkov, ένας απόστρατος συνταγματάρχης των υπηρεσιών πληροφοριών του στρατού, επιχείρησε να δολοφονήσει τον Anatoly Chubais, τον οικονομολόγο που ήταν γνωστός ως ο πατέρας του αμφιλεγόμενου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων της δεκαετίας του 1990 στην Ρωσία. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Chubais παρέμενε κοντά στον Πούτιν και απολάμβανε ακόμη την υποστήριξή του. Η ομάδα του Kvachkov πυροδότησε μια βόμβα που είχε τοποθετηθεί στην άκρη του δρόμου και γάζωσε το αυτοκίνητο του Chubais με πυρά από αυτόματα [όπλα], αλλά η απόπειρα δολοφονίας απέτυχε και ο Kvachkov οδηγήθηκε στην φυλακή. Όταν ο Kvachkov αφέθηκε ελεύθερος, ξεκίνησε μια πολιτική επιστροφή που δεν πήγε πουθενά και αργότερα συνελήφθη εκ νέου από την FSB. Η δημοτικότητά του περιοριζόταν στους γηράσκοντες απόστρατους του Κόκκινου Στρατού που πίστευαν ότι η Σοβιετική Ένωση είχε καταστραφεί ως αποτέλεσμα μιας εβραϊκής συνωμοσίας. Όλοι οι άλλοι τον έβλεπαν ως στιγματισμένο και ξεπερασμένο. Όπως μας είπε τότε ένας αξιωματικός των Spetsnaz [στμ: των ρωσικών ειδικών δυνάμεων] που άκουσε μια από τις ομιλίες του Kvachkov, «γιατί θα πρέπει να τον ακούμε για την πολιτική εάν απέτυχε να εκτελέσει μια ενέδρα του τύπου που υποτίθεται ότι εκτελούσε στην εντέλεια στο Αφγανιστάν;»

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΝΩΤΑ ΤΟΥ

Στην πραγματικότητα, εκτός από την συστηματική εξάλειψη των δυνάμεων της αντιπολίτευσης από τον Πούτιν, υπάρχει μια βαθύτερη δομική αιτία για την αδυναμία του στρατού να εξαπολύσει μια αποτελεσματική αμφισβήτηση του Κρεμλίνου. Κατά την διάρκεια των σοβιετικών χρόνων, η μυστική αστυνομία κρατούσε τον στρατό υπό το άγρυπνο βλέμμα της. Ήδη από το 1918, λιγότερο από έναν χρόνο μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, η Cheka, η πρόδρομος της KGB, σχημάτισε μια μονάδα για να αντιμετωπίσει τις διαφωνίες εντός του Κόκκινου Στρατού. Αυτή η επαγρύπνηση συνεχίστηκε υπό τον Στάλιν και τους διαδόχους του, οι οποίοι διατήρησαν σταθερή την λαβή τους στρατό: σε κάθε μεραρχία του στρατού είχαν φυτευτεί πυρήνες του Κομμουνιστικού Κόμματος και η KGB δημιούργησε μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη αντικατασκοπείας για να κατασκοπεύει τον στρατό. Και όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, η KGB ανασυστάθηκε σε μεγάλο βαθμό ως FSB, με τη νέα υπηρεσία να καταλαμβάνει το ίδιο αρχηγείο στο [κτήριο] Lubyanka και να ακολουθεί πολλές από τις ίδιες πρακτικές.

Από τότε που ανήλθε στην εξουσία, ο Πούτιν έχει επεκτείνει επιθετικά αυτές τις εξουσίες, δίνοντας στην FSB ευρεία ελευθερία να παρακολουθεί τις διαφωνίες εντός του στρατού. Ήδη από τις αρχές του 2000, όταν ακόμη ήταν εκτελών καθήκοντα προέδρου, ο Πούτιν ενέκρινε μια νέα σειρά κανονισμών που επέκτειναν την ανάμιξη της FSB στην στρατιωτική αντικατασκοπεία. Η FSB εξουσιοδοτήθηκε να διερευνά, όπως το έθετε ο νόμος, οποιουσδήποτε «παράνομους ένοπλους σχηματισμούς, εγκληματικές ομάδες, και άτομα και δημόσιους συνδέσμους» που μπορεί να επιδιώκουν μια «βίαιη αλλαγή του πολιτικού συστήματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας και την βίαιη κατάληψη ή την βίαιη διατήρηση της εξουσίας». Το 2004, η στρατιωτική μονάδα αντικατασκοπείας της FSB προήχθη στην βαθμίδα ενός πλήρους τμήματος των υπηρεσιών ασφαλείας. Σύντομα έγινε το μεγαλύτερο τμήμα της FSB, με πολυάριθμους πράκτορες να έχουν αναπτυχθεί στον ρωσικό στρατό