Μπορεί το Καζακστάν να αποτινάξει το κλεπτοκρατικό παρελθόν του; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί το Καζακστάν να αποτινάξει το κλεπτοκρατικό παρελθόν του;

Η καταπολέμηση της διαφθοράς στην Αλμάτι θα δοκιμάσει επίσης τις Δυτικές δεσμεύσεις εναντίον της διαφθοράς

Η καταδίωξη του Ablyazov από την καζακική κυβέρνηση πυροδότησε παγκόσμια κατακραυγή το 2013 όταν η ιταλική αστυνομία άρπαξε την σύζυγο και την εξάχρονη κόρη του Ablyazov από το σπίτι τους στην Ρώμη και τις επέστρεψε στο Καζακστάν με ιδιωτικό τζετ υπό το άγρυπνο βλέμμα του Καζάκου πρέσβυ —μια επιχείρηση που μια ομάδα εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ χαρακτήρισε αργότερα ως «κατ’ εξαίρεση παράδοση». Το εάν οι στρατηγικές που θα χρησιμοποιήσει το Καζακστάν για να ξεριζώσει την παγκόσμια οικονομική περιουσία των Nazarbayev περιλαμβάνουν τέτοιες τακτικές μένει να διαπιστωθεί. Θα είναι σίγουρα περίπλοκες, δαπανηρές προσπάθειες που θα περιλαμβάνουν δεκάδες δικηγόρους, ορκωτούς λογιστές, ερευνητές, και ειδικούς στις δημόσιες σχέσεις. Εάν αποτύχουν ή απλώς τραβήξουν σε μάκρος, οι Nazarbayev θα γνωρίζουν πολύ καλά ότι ελάχιστα μέρη του κόσμου είναι ασφαλή από το μακρύ χέρι του κράτους του Καζακστάν και των υπηρεσιών ασφαλείας που [οι ίδιοι] βοήθησαν να δημιουργηθούν.

ΟΙ ΔΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, που έχουν εμπειρία στον χειρισμό των ισχυρισμών για διαφθορά που αφορούν την άρχουσα ελίτ του Καζακστάν, η μάχη της κυβέρνησης Tokayev για την ανάκτηση του κλεμμένου πλούτου της χώρας παρέχει μια ευκαιρία να δοκιμάσουν την αποτελεσματικότητα των νέων πρωτοβουλιών τους εναντίον της διαφθοράς.

Τον Δεκέμβριο του 2021, η κυβέρνηση Μπάιντεν αποκάλυψε μια νέα στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς, την οποία είχε επανειλημμένα προσδιορίσει ως προτεραιότητα εθνικής ασφαλείας για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η στρατηγική είναι αξιοσημείωτη στο ότι στοχεύει τόσο τους ξένους κλεπτοκράτες όσο και τους Αμερικανούς βοηθούς τους οι οποίοι χρησιμοποιούν την επαγγελματική τους τεχνογνωσία για να τους συνδράμουν στο ξέπλυμα χρήματος και υπολήψεων. Αλλά η ίδια η πολιτική δίνει ελάχιστη καθοδήγηση ως προς το πώς, επιχειρησιακά, οι προσπάθειες κατά της διαφθοράς μπορούν να ενσωματωθούν στον σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής, ειδικά όταν αντιμετωπίζουν το ακανθώδες ζήτημα μιας αυταρχικής κυβέρνησης που στοχεύει πρώην αυταρχικές ελίτ.

Αυτό είναι ένα διαφορετικό πρόβλημα από τις προσπάθειες παρέμβασης σε ευαίσθητες έρευνες κατά της διαφθοράς που οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν αντιμετωπίσει με τακτικότητα που [προκαλεί] κατάθλιψη. Το 2000, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ξεκίνησε να ερευνά τον James Giffen, έναν Αμερικανό επιχειρηματία, ο οποίος υπηρέτησε ως οικονομικός σύμβουλος του Nazarbayev, για την φερόμενη διοχέτευση εκατομμυρίων σε πληρωμές από αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου σε ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, για λογαριασμό Καζάκων αξιωματούχων. Παρά το επίμονο λόμπινγκ του Nazarbayev, η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους [του νεότερου], προς τιμήν της, αρνήθηκε να παρέμβει στην υπόθεση. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης συνέλαβε τον Giffen το 2003 και τον κατηγόρησε για δωροδοκία. (Τελικά, ο Giffen γλίτωσε με ένα μικρό πρόστιμο, αφότου ο προεδρεύων δικαστής δέχθηκε τους ισχυρισμούς του ότι είχε ενεργήσει στο Καζακστάν για λογαριασμό των συμφερόντων της κυβέρνησης των ΗΠΑ).

Η επικείμενη αποστολή, καθώς το Καζακστάν ξεκινά μια παγκόσμια προσπάθεια για να ανακτήσει τα κλεμμένα περιουσιακά στοιχεία του, είναι πιο δύσκολη. Η επερχόμενη πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες θα αφορά το πώς θα ενσωματώσουν την εργασία για τις νέες οδηγίες εναντίον της διαφθοράς με την εργασία για άλλους στόχους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Με το να επιβάλλουν κυρώσεις ή να κυνηγούν τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας Nazarbayev στο εξωτερικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να επιδεικνύουν την δέσμευσή τους για την καταπολέμηση της διαφθοράς, αλλά θα το έκαναν για να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση του Καζακστάν της οποίας την δέσμευση για πολιτικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν ακόμη να εμπιστευθούν πλήρως.

Οι παρεμβάσεις εναντίον της διαφθοράς στο εξωτερικό μπορεί να έχουν βαθιές πολιτικές συνέπειες για τις εμπλεκόμενες χώρες. Την τελευταία δεκαετία, για παράδειγμα, έχει επιβληθεί πρόστιμο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Securities and Exchange Commission) των ΗΠΑ σε τρεις διεθνείς εταιρείες τηλεπικοινωνιών που δραστηριοποιούνται στο Ουζμπεκιστάν για απόπειρα δωροδοκίας της Gulnara Karimova [4], της ισχυρής κόρης του πρώην προέδρου Islam Karimov, στην αναζήτησή τους για πρόσβαση στην προσοδοφόρα αγορά κινητής τηλεφωνίας της χώρας. Τα πρόστιμα και οι παγκόσμιες έρευνες αποδείχθηκαν εξαιρετικά επιζήμιες πολιτικά για την Karimova, οδηγώντας στην σύλληψη της Karimova και των συνεργατών της στο Ουζμπεκιστάν από την ουζμπεκική κυβέρνηση. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ που εξετάζουν ενέργειες για να επαναπατρίσουν περιουσιακά στοιχεία της κυβέρνησης του Καζακστάν θα πρέπει να λάβουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η κυβέρνηση Tokayev θα καταθέσει με διαφάνεια τα κεφάλαια σε έναν ειδικό λογαριασμό που μπορεί να είναι αποκλειστικά για την στήριξη της νεοσύστατης κοινωνίας των πολιτών του Καζακστάν —συμπεριλαμβανομένων των παρατηρητηρίων κατά της διαφθοράς και των ερευνητικών δημοσιογράφων— και των προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης των δημοσίων υπαλλήλων κατά της διαφθοράς.