Έχασε η Κίνα την Ευρώπη; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Έχασε η Κίνα την Ευρώπη;

Πώς τα οικονομικά παραστρατήματα του Πεκίνου και η υποστήριξή του στην Ρωσία πίκραναν τους Ευρωπαίους ηγέτες

Σύμφωνα με τα κινεζικά στοιχεία, το εμπόριο μεταξύ της Κίνας και των Ευρωπαίων εταίρων της αυξανόταν 8% ετησίως μεταξύ του 2012 και του 2020 και εκτοξεύθηκε ακόμη περισσότερο κατά την διάρκεια της πανδημίας. Όμως η ανάπτυξη ξεκινούσε από πολύ χαμηλή βάση και τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά περιορισμένα. Σύμφωνα με τον Τσέχο ερευνητή Richard Q. Turcsanyi, η Κίνα εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 2% των εξαγωγών της περιοχής της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και το 9% των εισαγωγών της˙ οι κινεζικές άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν ακόμη μικρότερο αντίκτυπο, αποτελώντας λιγότερο από το 1% των συνολικών άμεσων ξένων επενδύσεων. Αυτό, έχει παρατηρήσει ο Turcsanyi, σημαίνει ότι η κεντρική και η ανατολική Ευρώπη «έχουν την λιγότερη κινεζική παρουσία σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου, όπως μετράται με τα μερίδιά τους στην οικονομική αλληλεπίδραση». Δεδομένης της δεκαετούς προσπάθειας του Πεκίνου να καλλιεργήσει την περιοχή, αυτή είναι μια απίστευτα κακή επίδοση.

Ένας λόγος που τα αποτελέσματα ήταν τόσο ζοφερά είναι ότι η κινεζική προσέγγιση άφησε τις κινεζικές εταιρείες να κάνουν την πραγματική επένδυση. Μολονότι πολλές κινεζικές εταιρείες είναι κρατικές, εξακολουθούν να είναι προσανατολισμένες στο κέρδος. Και για αυτές τις επιχειρήσεις, η κεντρική και η ανατολική Ευρώπη απλώς δεν είναι πολύ ελκυστικές. Σε σύγκριση με την δυτική Ευρώπη, είναι λιγότερο πυκνοκατοικημένες, οι πόλεις είναι διασκορπισμένες σε μια μεγάλη περιοχή, υπάρχουν λιγότερες υποδομές και το βιοτικό επίπεδο είναι χαμηλότερο. Δεν είναι περίεργο ότι, παρά την ρητορική ενθάρρυνση του Πεκίνου, ελάχιστες κινεζικές εταιρείες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα να επενδύσουν στην περιοχή.

Σε γενικές γραμμές, οι ατυχίες της Κίνας στην Ευρώπη αντικατοπτρίζουν μια προσέγγιση στην χάραξη πολιτικής που έχει νόημα στο κινεζικό πλαίσιο, αλλά δεν κάνει πάντα καλή εντύπωση στο εξωτερικό, ειδικά στις προηγμένες δημοκρατίες, όπου οι κυβερνήσεις είναι πιο άμεσα υπόλογες στα εκλογικά τους σώματα. Πολλές πρωτοβουλίες της Κίνας αποτελούν συχνά γιορτές επίδειξης που ξεκινούν με θόρυβο και αναφέρουν δημιουργικά στατιστικά. Προσφέρουν μια δήλωση προθέσεων αντί για συγκεκριμένα σχέδια. Το περιεχόμενο προστίθεται αργότερα, μερικές φορές χρόνια αργότερα ή ποτέ.

Ένα άλλο πρόβλημα ήταν η μερκαντιλιστική προσέγγιση της Κίνας στην εξωτερική πολιτική και το εμπόριο – το να βασίζει τις διεθνείς σχέσεις της σε υπολογισμούς οικονομικού κέρδους. Όλες οι χώρες το κάνουν αυτό σε κάποιο βαθμό, αλλά η Κίνα ξεχωρίζει μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για το ότι βασίζεται τόσο πολύ στους οικονομικούς δεσμούς για την διαμόρφωση των διεθνών της σχέσεων. Εν τω μεταξύ, τα έργα που έχει ανακοινώσει η Κίνα έχουν συχνά μετατραπεί σε σπατάλες χρόνου και χρημάτων ή αδιέξοδα. Μαζί με το σιδηροδρομικό έργο υψηλής ταχύτητας, αυτά περιλαμβάνουν μια επέκταση 15,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων του πυρηνικού σταθμού Cernavoda στην Ρουμανία, για την οποία η υποσχεθείσα κινεζική επένδυση δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Το 2020, επτά χρόνια αφότου η Κίνα είχε υπογράψει την συμφωνία, το έργο ανέλαβε μια αμερικανική κοινοπραξία. Εν μέρει λόγω του φιάσκου του πυρηνικού σταθμού, η ρουμανική κυβέρνηση απαγόρευσε πέρυσι στις κινεζικές εταιρείες να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς δημοσίων υποδομών. Άλλες κυβερνήσεις της περιοχής έχουν κάνει παρόμοιες κινήσεις, θεωρώντας τις κινεζικές προσφορές για συμβάσεις ως επιβλαβείς για τις προσπάθειές τους να ανταγωνιστούν τις πιο προηγμένες βιομηχανικές οικονομίες.

ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΑΪΒΑΝ

Αλλά η φθίνουσα υποστήριξη [που απολαμβάνει] η Κίνα στην Ευρώπη δεν περιορίστηκε στις οικονομικές αποτυχίες. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δυσφορούν όλο και περισσότερο με τις προσπάθειες του Πεκίνου να χρησιμοποιήσει την οικονομική του ισχύ ώστε να φιμώσει τις επικρίσεις για τις ίδιες του τις πολιτικές και τα πεπραγμένα του στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή η στρατηγική καταναγκασμού δεν υπήρξε πουθενά πιο έντονη από όσο στο θέμα της Ταϊβάν [6].

Αναλογιστείτε την περίπτωση της Λιθουανίας. Από σεβασμό προς την Κίνα, οι περισσότερες χώρες στην Ευρώπη και αλλού έχουν χρησιμοποιήσει την λέξη «Ταϊπέι» για να περιγράψουν οποιαδήποτε αντιπροσωπεία της Ταϊβάν στις χώρες τους, με το σκεπτικό ότι ήταν αποδεκτό να χρησιμοποιείται [το όνομα] της πρωτεύουσας του νησιού αντί για το κανονικό όνομα της, διότι το τελευταίο υπονοούσε κατά κάποιο τρόπο κρατική υπόσταση. Όταν, πέρυσι, η Λιθουανία αποφάσισε να αψηφήσει αυτόν τον κανόνα - επιτρέποντας στην Ταϊβάν να ανοίξει μια αντιπροσωπεία που είχε στο όνομά της την [λέξη] «Taiwan» - το Πεκίνο απάντησε με πλήρη οικονομική απαγόρευση της χώρας. Όχι μόνο διέκοψε τις λιθουανικές εξαγωγές προς την Κίνα, αλλά απείλησε να απαγορεύσει κάθε προϊόν που κατασκευάζεται σε άλλη χώρα, εάν το προϊόν περιείχε [έστω και] ένα λιθουανικό συστατικό.

Στην αρχή, φαινόταν ότι η Λιθουανία θα έβρισκε ελάχιστους υποστηρικτές στην Ευρώπη εξαιτίας της άρνησης της να υποκύψει στις κινεζικές απαιτήσεις. Αυτό ίσχυσε ιδιαίτερα αφότου η Κίνα απείλησε να επιβάλει κυρώσεις σε διεθνείς εταιρείες που χρησιμοποιούσαν εξαρτήματα λιθουανικής κατασκευής. Κάποιες χώρες της ΕΕ - συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, η οποία έχει μεγάλο εμπόριο με την Κίνα - άσκησαν άτυπη πίεση στην Λιθουανία να υποχωρήσει από την στάση της υπέρ της Ταϊβάν. Σταδιακά, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρήκαν αφόρητη την σκληροπυρηνική συμπεριφορά του Πεκίνου. Τον Ιανουάριο του 2022, οι Βρυξέλλες εκκίνησαν μια υπόθεση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, κατηγορώντας το Πεκίνο ότι εμπλέκεται σε πρακτικές διακρίσεων, διότι σταμάτησε να εκτελωνίζει λιθουανικά προϊόντα και απέρριψε αιτήσεις εισαγωγής από την Λιθουανία. Ήταν εν μέσω αυτών των επιδεινούμενων σχέσεων, που ο πόλεμος στην Ουκρανία έστρεψε πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πιο αποφασιστικά εναντίον της Κίνας.

ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ;