Κανείς δεν θα κέρδιζε έναν μακροχρόνιο πόλεμο στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κανείς δεν θα κέρδιζε έναν μακροχρόνιο πόλεμο στην Ουκρανία

Η Δύση πρέπει να αποφύγει τα λάθη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου

Το ίδιο ισχύει και για την ρωσική οικονομία. Πολλοί προέβλεπαν με σιγουριά ότι το ρωσικό εμπόριο και η ρωσική βιομηχανία θα συντριβούν από το βάρος των κυρώσεων που επέβαλαν οι Δυτικές κυβερνήσεις. Τέτοια ακραία οικονομική πίεση, υπονοήθηκε, θα μπορούσε να είναι αρκετή για να αναγκάσει τη Μόσχα να αποχωρήσει από την Ουκρανία. Αλλά η οικονομική πίεση σπάνια είναι αρκετή για να τερματίσει έναν πόλεμο. Η οικονομία της Ρωσίας συρρικνώθηκε το 2022, αλλά μόλις κατά 3%, σημαντικά λιγότερο από όσο είχαν προβλέψει ορισμένοι, και το χρηματοπιστωτικό της σύστημα αποδείχθηκε βιώσιμο και μακροοικονομικά σταθερό. Η Ρωσία είναι αποκομμένη από πολλές Δυτικές αλυσίδες εφοδιασμού, αλλά έχει εξαιρετικά μεγάλο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο επιτρέπει στις εταιρείες και την κυβέρνηση της χώρας να βρίσκουν πολλά από αυτά που χρειάζονται αλλού. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου [6], οι κυρώσεις δεν ανάγκασαν τη Μόσχα να αποσυρθεί από την Ανατολική Ευρώπη, και σήμερα είναι απίθανο να αναγκάσουν την Ρωσία να αποσυρθεί από την Ουκρανία. Το ανώτατο όριο τιμών στο ρωσικό πετρέλαιο που ορίστηκε από το G-7 στις αρχές Δεκεμβρίου ίσως να πλήξει τα έσοδα της Ρωσίας από τις εισαγωγές, αλλά ακόμη και οι Δυτικοί αισιόδοξοι είναι αβέβαιοι για το πόσο αποτελεσματικό θα είναι. Αν, παρά την Δυτική πίεση, η πολεμική μηχανή της Ρωσίας παραμείνει χρηματοδοτημένη και εξοπλισμένη, το αποτέλεσμα θα είναι ένα αιματηρό αδιέξοδο.

Ως κύριος αρχιτέκτονας αυτού του πολέμου, ο Πούτιν γνωρίζει επίσης τις πιθανές συνέπειες μιας ήττας. Η λανθασμένη ανάγνωσή του της ιστορίας της Ουκρανίας και της Ρωσίας τον οδήγησε να υποθέσει ότι η εισβολή του θα γνώριζε γρήγορη επιτυχία. Αλλά παρόλο που ο Πούτιν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται σωστά τις ρίζες του ουκρανικού έθνους, η αντίληψή του για τα σημαντικά διδάγματα της δίδυμης κατάρρευσης του ρωσικού και του σοβιετικού κράτους είναι ισχυρή. Η Ρωσική Αυτοκρατορία έπεσε το 1917 όταν ο ηγεμόνας της, ο Τσάρος Νικόλαος Β', παραιτήθηκε. Το σοβιετικό κράτος κατέρρευσε όταν οι στρατιωτικοί ηγέτες και οι ηγέτες ασφαλείας του προέδρου, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τον πρόδωσαν και έχασε τον έλεγχο της πρωτεύουσας. Ο Πούτιν έχει κάνει σίγουρο το ότι παραμένει στον σταθερό έλεγχο του στρατού, των υπηρεσιών ασφαλείας, και του ρωσικού πληθυσμού. Η πρωτεύουσα είναι ήρεμη και χορτάτη, και το Κρεμλίνο έχει εξασφαλίσει ότι δεν υπάρχει στρατός δυστυχισμένων στρατεύσιμων εκεί κοντά, όπως συνέβη τον Μάρτιο του 1917. Αυτοί που θα μπορούσαν να ηγηθούν μιας επανάστασης έχουν αντ' αυτού διαφύγει στο εξωτερικό, ενώ οι εξεγέρσεις στο Νταγκεστάν ή στην Μπουριάτια -φτωχές και απομακρυσμένες περιοχές στον Καύκασο και την Σιβηρία, αντίστοιχα- θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν.

Προς το παρόν, η πλειοψηφία των Ρώσων συνεχίζει να υποστηρίζει την ρωσική κυβέρνηση και δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί την ήττα. Πολλοί θεωρούν ότι αξίζει να πολεμήσουν για την Κριμαία και το προπύργιό της, την Σεβαστούπολη. Και για πολλούς, ο Πούτιν παραμένει ο εγγυητής της ρωσικής κυριαρχίας και σταθερότητας. Για την ελίτ [7] και ακόμη και για πολλούς απλούς Ρώσους, το αποτέλεσμα που ονειρεύονται οι Ουκρανοί και οι υποστηρικτές τους -η ήττα του ρωσικού στρατού και η πτώση του Πούτιν- είναι ένας πολιτικός εφιάλτης, που απειλεί με οικονομικό χάος και ανομία.

Δεδομένης αυτής της περίπλοκης δυναμικής στο εσωτερικό της Ρωσίας [8], είναι απίθανο οι στρατιωτικές ήττες να είναι αρκετές για να κάνουν το Κρεμλίνο να επιζητήσει ειρήνη. Αλλά η τρέχουσα προσέγγιση της Δύσης να αφήσει απλώς τον πόλεμο να συνεχιστεί, αν και ηθικά ικανοποιητική και πολιτικά δημοφιλής, είναι επικίνδυνη. Υποβάλλει τους Ουκρανούς στην συνεχή φρίκη της σύγκρουσης. Ο αριθμός των νεκρών και το οικονομικό κόστος των μαχών θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Τροφοδοτεί το αφήγημα του Πούτιν ότι η Ρωσία βρίσκεται σε μια υπαρξιακή μάχη με την Δύση και ενθαρρύνει την πεποίθηση των Ρώσων εθνικιστών ότι η Ρωσία πρέπει είτε να κερδίσει είτε να χαθεί. Οι Δυτικές καταγγελίες για τα εγκλήματα πολέμου της Ρωσίας δεν θα είναι αρκετές για να αλλάξουν τα ρωσικά μυαλά. Παρόλο που όλο και περισσότεροι Ρώσοι δεν εμπιστεύονται πλέον την δική τους κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης, δεν εμπιστεύονται ούτε τα Δυτικά αντίστοιχά τους.

Σήμερα, όσες ρωσικές ελίτ δεν εμπιστεύονται τις προθέσεις της Δύσης και του Πούτιν ίσως να θεωρούν την προοπτική της ειρήνης χειρότερη από την συνέχιση του πολέμου. Οι απλοί Ρώσοι μπορεί κάλλιστα να συμφωνούν: έχουν αποδεχτεί την εξήγηση της κυβέρνησής τους ότι οι Δυτικές κυρώσεις επιβλήθηκαν για να συντρίψουν τον ρωσικό λαό. Δυτικοί σχολιαστές έχουν δώσει τροφή σε αυτήν την άποψη υποστηρίζοντας ότι οι Ρώσοι πρέπει να τιμωρηθούν για όσα έκανε η χώρα τους στην Ουκρανία. Όσοι Ρώσοι έχουν πρόσβαση στα Δυτικά μέσα ενημέρωσης στο Διαδίκτυο δεν αποδέχονται ότι η Ρωσία είναι ένα «τρομοκρατικό κράτος» ή ένα «ιμπεριαλιστικό έθνος». Οι ρωσικές ελίτ και πολλοί απλοί Ρώσοι πιστεύουν ότι είναι προς το συμφέρον τους να συσπειρωθούν γύρω από την σημαία.

Φυσικά, η πολιτική αλλαγή σε ένα απολυταρχικό σύστημα μπορεί να είναι γρήγορη και πλήρης. Η δύναμη του γηρόασκοντος δικτάτορα της Ρωσίας στηρίζεται στην σπορά και την διατήρηση του φόβου, της απάθειας, του κυνισμού, και της δυσπιστίας μεταξύ των ελίτ της χώρας. Με περισσότερες ρωσικές ήττες και περαιτέρω κινητοποίηση [9], εκατομμύρια Ρώσοι μπορεί να αρχίσουν να κατηγορούν τον Πούτιν, όπως ακριβώς οι προκάτοχοί τους κατηγορούσαν τον Τσάρο Νικόλαο και τον Γκορμπατσόφ. Σε συνδυασμό με την κρίση ηθικού, την απάθεια, και την εξάντληση των στρατευμάτων, μια τέτοια μεταστροφή της κοινής γνώμης θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πολιτική κρίση. Αυτή θα ήταν η στιγμή που οι ρωσικές πολιτικές ελίτ θα έπρεπε να αποφασίσουν αν θα συμβιβαστούν με την Δύση ή θα πολεμήσουν μέχρι τέλους.

ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΡΟΤΑ