Η τρομακτική άνοδος της διεθνικής Δεξιάς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η τρομακτική άνοδος της διεθνικής Δεξιάς

Μαθήματα από την Ευρώπη του Μεσοπολέμου

Πολλά δημόσια πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του Μπάιντεν, βλέπουν κοινά σημεία μεταξύ της τρέχουσας περιόδου και της εποχής του Μεσοπολέμου. Τον Αύγουστο, ο πρόεδρος περιέγραψε το κίνημα MAGA του Τραμπ ως «σαν ημιφασισμό». Οι δηλώσεις του Μπάιντεν προκάλεσαν αγανάκτηση πολλών στην αμερικανική δεξιά, οι οποίοι χαρακτήρισαν τα σχόλιά του ως ένα ακόμη παράδειγμα της γνωστής αριστερής παράδοσης να εκτοξεύει τον «φασισμό» ως μια κενή, παντοδύναμη προσβολή.

Ο «φασίστας» δεν ήταν, φυσικά, πάντα τόσο αποτελεσματική προσβολή. Ο φασισμός στιγματίστηκε στην δεκαετία του 1940 με την ήττα των δυνάμεων του Άξονα και με τις αποκαλύψεις των εκτεταμένων φρικαλεοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένου του Ολοκαυτώματος. Μέχρι το 1946, ο Ισπανός ηγέτης Φρανσίσκο Φράνκο ένιωθε υποχρεωμένος να αρνηθεί ότι είχε φασιστικές απόψεις, παρά τις προφανείς αποδείξεις για το αντίθετο. Για σχεδόν 80 χρόνια, ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική είτε απέρριπταν δημοσίως τον χαρακτηρισμό «φασίστας» είτε εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα να κυβερνήσουν σε εθνικό επίπεδο. Το γεγονός ότι ο φασισμός παραμένει (για καλούς λόγους) τοξικός στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική κάνει τις αναλογίες με την περίοδο του Μεσοπολέμου πολιτικά έμφορτες.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια ευθεία γραμμή συνδέει τον μεσοπολεμικό φασισμό με τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα. Η γενεαλογία των Fratelli d'Italia (Αδελφοί της Ιταλίας) της Meloni ανάγεται στο Movimento Sociale Italiano (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα), ένα κόμμα που ιδρύθηκε το 1946 για να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη για τον Μπενίτο Μουσολίνι και τον ιταλικό φασισμό. Η Μελόνι ισχυρίζεται ότι το κόμμα της έχει προχωρήσει πέρα από τις φασιστικές καταβολές του, αλλά τα πολιτικά του σύμβολα, οι αποκαλύψεις για ορισμένους εκλεγμένους αξιωματούχους του, και οι σημαντικές δηλώσεις του όλα δείχνουν ότι το κόμμα δεν έχει βάλει επαρκή απόσταση μεταξύ του εαυτού του και του παρελθόντος του. Οι Σουηδοί Δημοκράτες, το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο σουηδικό κοινοβούλιο, προέρχεται από δύο εξτρεμιστικά, απροκάλυπτα ρατσιστικά κόμματα˙ οι ιδρυτές του είχαν δεσμούς με νεοναζιστικές ομάδες. Από την δεκαετία του 1990, έχει εξελιχθεί σε αυτό που πολλοί περιγράφουν ως δεξιό λαϊκιστικό κόμμα, ένα κόμμα που εδραιώνει την πολιτική του ταυτότητα στην εχθρότητα προς τη μουσουλμανική μετανάστευση.

Εκείνο που συνδέει τα διαφορετικά μέλη της διεθνικής δεξιάς είναι μια κοινή δέσμευση σε αυτό που εμείς και άλλοι μελετητές ονομάσαμε «αντιδραστικός λαϊκισμός». Σε ένα συχνά επικαλούμενο δοκίμιο του 1995, ο Ιταλός συγγραφέας Umberto Eco εντόπισε 14 χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν τον «Αιώνιο Φασισμό». Με αυτά ως οδηγό, γίνονται ξεκάθαρες αρκετές οικογενειακές ομοιότητες μεταξύ φασιστών του Μεσοπολέμου και των σύγχρονων αντιδραστικών λαϊκιστών. Τόσο οι φασίστες του Μεσοπολέμου όσο και οι σύγχρονοι αντιδραστικοί λαϊκιστές βλέπουν τους εαυτούς τους να μάχονται με απαίσιες διεθνείς δυνάμεις (που αποδίδονται ποικιλοτρόπως σε «παγκοσμιοποιητές», διεθνείς χρηματοδότες, κοσμοπολίτες φιλελεύθερους, διεθνείς σοσιαλιστές, και υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας) που επιδιώκουν να διαγράψουν την εθνική ταυτότητα. Κατηγορούν αυτές τις δυνάμεις για την διάβρωση των παραδοσιακών ρόλων του φύλου και των φύλων, την προώθηση σχέσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου και άλλων μορφών «αποκλίνουσας» συμπεριφοράς, και την υποτιθέμενη υποβάθμιση των εθνικών αξιών. Και οι δύο υιοθετούν αφηγήσεις που παρουσιάζουν συγκεκριμένα ξένα άτομα (φυλετικά, εθνοτικά, θρησκευτικά, ή οτιδήποτε άλλο) ως ξένα παθογόνα.

Οι ιδιαιτερότητες του τρόπου λειτουργίας αυτών των κομμάτων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το γενικότερο πλαίσιο. Οι αντιδραστικοί λαϊκιστές στη Μπραζίλια, το Λονδίνο, τη Μόσχα, το Νέο Δελχί, την Στοκχόλμη, και την Ουάσιγκτον δεν θα συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο ούτε θα υιοθετήσουν τα ίδια κριτήρια για τον καθορισμό των ορίων μεταξύ των ομάδων που είναι εντός και εκείνων που είναι εκτός.

Το ίδιο συνέβαινε και με τους φασίστες του Μεσοπολέμου. Διαφωνούσαν σε πολλά, συμπεριλαμβανομένης της ιδεολογικής κεντρικής σημασίας του οικονομικού κορπορατισμού και του ρατσισμού (ο φασισμός απευθύνθηκε σε ακροατήρια εκτός του «λευκού κόσμου», συμπεριλαμβανομένων, όπως είναι γνωστό, ορισμένων Ινδών αντιπάλων της βρετανικής αυτοκρατορικής κυριαρχίας). Το ζήτημα του αντισημιτισμού ήταν, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, ένα σημαντικό εμπόδιο για την δημιουργία μιας «φασιστικής διεθνούς» όταν οι ευρωπαϊκές φασιστικές οργανώσεις συνήλθαν στα συνέδρια του Μοντρέ το 1934 και το 1935.

Η διαφορετικότητα των φασιστών του Μεσοπολέμου έχει ως επί το πλείστον εξαφανιστεί από την δημόσια μνήμη. Εκ των υστέρων, ο φασισμός φαίνεται πολύ πιο επίπεδος, με τη ναζιστική Γερμανία (ή, περιστασιακά, την Ιταλία του Μουσολίνι) να παρουσιάζεται ως η αρχετυπική του περίπτωση. Αλλά βλέποντας από την άποψη του 1930, θα ήταν δύσκολο να ορίσουμε τον φασισμό ή να οριοθετήσουμε το πού βρίσκονται τα όριά του. Λίγοι περίμεναν την εμφάνιση του ναζισμού ως την πιο επιτυχημένη και πιο μιμηθείσα παραλλαγή -πόσω μάλλον ότι οι Ναζί θα βύθιζαν τον κόσμο σε έναν καταστροφικό πόλεμο.

Εάν οι σημερινοί αντιδραστικοί λαϊκιστές μεταφέρονταν στο 1930, ο μέσος παρατηρητής ίσως να είχε την τάση να τους βλέπει ως φασίστες, ή τουλάχιστον ως προσκείμενους στον φασισμό. Εάν η Γερμανία, η Ιταλία, και η Ιαπωνία δεν είχαν χάσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κυρίαρχα φασιστικά κόμματα θα είχαν παραμείνει κανονικά εξαρτήματα της πολιτικής [ζωής] πολλών χωρών. Αλλά θα είχαν εξελιχθεί με τις δεκαετίες, όπως ακριβώς έκαναν οι σοσιαλδημοκράτες, οι χριστιανοδημοκράτες, οι συντηρητικοί, και οι φιλελεύθεροι. Τα σύγχρονα φασιστικά κόμματα ίσως να είχαν προσαρμοστεί στην εκλογική δημοκρατία, όπως έκαναν πολλοί σοσιαλιστές και ακραία συντηρητικοί πριν από αυτούς. Κάποιοι ίσως ακόμη και να έμοιαζαν πολύ με τους σημερινούς αντιδραστικούς λαϊκιστές.

ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ